Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΑΘΜΟΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ

"Υπάρχουν κάποια βιβλία, που για κάποιο λόγο στοιχειώνουν τη ζωή σου και νιώθεις πως τα κουβαλάς μαζί σου όσα χρόνια και αν περάσουν, όσα αναγνώσματα και αν έχουν προσπαθήσει να σου κλέψουν την καρδιά" Διαβάζοντας τα παραπάνω λόγια σε ένα άρθρο κάποια στιγμή, θέλησα να κάνω μια έρευνα με σκοπό να αναδειχτούν κάποια από αυτά τα βιβλία που σημάδεψαν τα αναγνωστικά μας βιώματα και που καθόρισαν ίσως και την τροχιά μας σαν αναγνώστες. Συζητώντας λοιπόν με τα μέλη της ομάδας μας βρήκαμε όλα εκείνα τα βιβλία που χρόνια μετά δεν σταμάτησαν να εκπέμπουν σε μας την ίδια γοητεία και την ίδια λάμψη.
   Ξεκινάμε λοιπόν την πορεία μας στην αναζήτηση των βιβλίων που εσείς οι αναγνώστες επιλέξατε:

Η Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά της Χάριετ Μπίτσερ Στόου ένα βιβλίο σταθμός όχι μόνο για τους αναγνώστες που το επέλεξαν αλλά και για την ίδια την Ιστορία Των  Η.Π.Α. Μεταφρασμένο σε 37 γλώσσες συνέβαλε όσο κανένα άλλο βιβλίο στην Κατάργηση της Δουλείας στις Η.Π.Α. Ο Μπάρμπα Θωμάς, η μικρή Ευα,η Τοπσι, ο Σάιμον Λεγκρί έχουν ταυτίσει τα ονόματα τους με μια απο τις πιο δυνατές ιστορίες του Κόσμου. Οι δραματικές περιπέτειες των μαύρων που πωλούνται στα σκλαβοπάζαρα επηρεάζουν ακόμα και σήμερα τον τρόπο σκέψης αυτών που μάχονται για την ελευθερία και την ισότητα. Εκδόθηκε το 1852 και ήταν το πιο δημοφιλές βιβλίο του 19ου αιώνα μετά την Βίβλο. Θέμα του βιβλίου είναι η ιστορία ενός σκλάβου που ζει ευτυχισμένος μαζί με την οικογένεια του σε ένα αγρόκτημα. Όταν ο "Κύριος" του αναγκάζεται να τον πουλήσει ο Μπαρμπα Θωμάς πέφτει στα χέρια ενός σκληρού και αδυσώπητου αφέντη όπου και πεθαίνει καρτερικά. Μεμωνομένα περιστατικά στις αναφορές του βιβλίου έχουν συμβεί πραγματικά, είτε μπροστά στα μάτια της ίδιας της συγγραφέως είτε οι περιγραφές αφορούν αληθινά περιστατικά που έχουν διηγηθεί φίλοι της.




Υπάρχουν πολλές εκδόσεις απο αρκετούς εκδοτικούς. Σας παραθέτω ένα σύνδεσμο απο το Βιβλιοπωλείο της Πολιτείας.


Και οι επιλογές μας συνεχίζονται με ένα βιβλίο διαφορετικό απο το Προηγούμενο, αλλά εξίσου σημαντικό και ξεχωριστό.





Το βιβλίο εκδόθηκε το 1992 αλλά στην Ελλάδα έγινε γνωστό αρκετά χρόνια αργότερα, Ο Yalom προσπαθεί να συσχετίσει την ψυχοθεραπεία με την υπαρξιακή φιλοσοφία και σκηνοθετεί με τρόπο μαγικό και ιδιαίτερο ένα μυθιστόρημα που αναγκάζει τους αναγνώστες να γνωρίσουν την μαγεία της φιλοσοφίας και της Ψυχανάλυσης. Μέσα απο μια σειρά μυστικών συμφωνιών ο Μεγάλος Γερμανός Φιλόσοφος Φρηντιχ Νίτσε θα συναντήσει τον Αυστριακό γιατρό Γίοσεφ Μπροιερ, έναν απο τους μεγαλύτερους Ψυχαναλυτές. Η συνάντηση θα γίνει στην Βιένη και μέσα απο μια διαδικασία διπλής ψυχοθεραπείας θα απολαύσουμε ένα μοναδικό παιχνίδι ανταλλαγής απόψεων που θα οδηγήσει με τρόπο μοναδικό και εξαίσιο σε πολλά συμπεράσματα που αναδεικνείουν την δύναμη της εμβάθυνσης στις ανθρώπινες σχέσεις. Οι διάλογοι του βιβλίου μοναδικοί. Αναπτύσσονται πότε σαν διαλέξεις και πότε σαν διαξιφισμοί δίνοντας την αφορμή να ξεδιπλωθούν θεωρίες και να δοθούν απαντήσεις και λύσεις σε προβλήματα που μας απασχολούν. Για τον Yalom η λογοτεχνία αποτελεί την προσχηματική του διάθεση να περάσει στο αναγνωστικό κοινό τις ιδέες του και τις μεγάλες αλήθειες που κρύβει η αληθινή ζωή. Η πλοκή και οι ήρωες γίνονται εργαλεία διδασκαλίας που σκάβουν την ανθρώπινη ψυχή. Είναι απο τα βιβλία που διδάσκουν, συγκινούν αλλά πάνω απο όλα αλλάζουν το τρόπο σκέψης και την θεώρηση των πραγμάτων. Πυροδοτούν σκέψη και συναίσθημα!

Ακολουθεί ένα απόσπασμα:

“Τί θα συνέβαινε αν κάποιος δαίμονας σου έλεγε ότι αυτή τη ζωή – όπως τη ζεις τώρα και όπως την έχεις ζήσει στο παρελθόν- πρέπει να τη ζήσεις ξανά, αμέτρητες φορές;”
“Και χωρίς να συμβαίνει τίποτα καινούργιο; Όπου κάθε πόνος και κάθε χαρά κι ότι ήταν άφατα μικρό ή μεγάλο στη ζωή σου, θα επιστρέφει σε’σενα, όλα στην ίδια διαδοχή και ακολουθία? Φαντάσου την αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης ν’αναποδογυρίζει ξανά και ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, αναποδογυρίζουμε κι εσύ και’γω, απλοί κόκκοι στη διαδικασία.”
“Προτείνεις ότι κάθε πράξη που κάνω, κάθε πόνος που νιώθω, θα βιώνεται συνεχώς στην αιωνιότητα;”
“Ναι, η αιώνια επανάληψη σημαίνει ότι κάθε φορά που επιλέγεις μια πράξη θα την επιλέγεις αιώνια. Και ισχύει το ίδιο για κάθε πράξη που δεν κάνεις, κάθε εμποδισμένη σκέψη, κάθε επιλογή που απέφυγες. Και όλη η αβίωτη ζωή θα μένει να φουσκώνει μέσα σου, αβίωτη για όλη την αιωνιότητα. Κι η αδιόρατη φωνή της συνείδησής σου θα σου διαμαρτύρεται αιώνια. Τη σιχαίνεσαι αυτή την ιδέα; Ή σ’ αρέσει;”
“Τη σιχαίνομαι”
“Τότε ζήσε με τέτοιο τρόπο που να σου αρέσει η ιδέα..!! Δεν διδάσκω Γιόζεφ, ότι ο άνθρωπος οφείλει ν’αντέχει το θάνατο ή να “συμβιβάζεται” μαζί του. Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση προδίδεις τη ζωή σου! Το μάθημα που σου διδάσκω είναι: Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!”
“Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!” Η φράση αυτή προκάλεσε ένα σοκ στο Μπρόιερ.Η ευχάριστη απογευματινή βόλτα είχε αποκτήσει θανάσιμη σοβαρότητα.
“Να πεθαίνεις την κατάλληλη στιγμή; Τι εννοείς; Σε παρακαλώ, Φρήντριχ, δεν το αντέχω, σ’ το ‘χω πει πολλές φορές, να μου λες κάτι τόσο σημαντικό με τόσο αινιγματικό τρόπο. Γιατί το κάνεις αυτό;”
“Θέτεις δυο ερωτήματα. Σε ποιό από τα δυο να απαντήσω;”
“Σήμερα, πες μου για το να πεθαίνει κανείς τη σωστή στιγμή”
“Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθάνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δε ζει στη σωστή στιγμή, τότε δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει τη σωστή στιγμή”
“Και τι σημαίνει αυτό;” ξαναρώτησε ο Μπρόιερ, νιώθοντας ακόμη πιο μπερδεμένος.
“Ρώτησε τον εαυτό σου, Γιόζεφ: έχεις εξαντλήσει τη ζωή σου;”
“Απαντάς στην ερώτηση με ερώτηση.Φρήντριχ!”
“Κάνεις ερωτήσεις που γνωρίζεις την απάντησή τους” αντέκρουσε ο Νίτσε.
“Αν γνώριζα την απάντηση, γιατί να ρωτήσω;”
“Για ν’αποφύγεις να μάθεις τη δική σου απάντηση!”
“Στη διάρκεια αυτής της συνάντησης ο Νίτσε παρέμενε προσηλωμένος: έγνεφε επιδοκιμαστικά με το κεφάλι σε κάθε ερώτηση.
Τον Μπρόιερ δεν τον παραξένευε αυτό. Δεν είχε ποτέ συναντήσει ασθενή που να μην απολάμβανε κρυφά την εξέταση της ζωής του στο μικροσκόπιο. Κι όσο μεγαλύτερη η μεγέθυνση τόσο χαιρόταν ο ασθενής.
Η χαρά να σε παρατηρούν ήταν τόσο μεγάλη που ο Μπρόιερ πίστευε ότι ο αληθινός πόνος των γηρατειών, του πένθους, του να ζεις αφού οι φίλοι σου έχουν πεθάνει , ήταν η απουσία εξονυχιστικής παρατήρησης- η φρίκη του να ζεις μια ζωή που δεν την παρατηρεί κανείς”.


Όταν είσαι στην κορυφή βλέπεις μόνο τον κατήφορο


Έχω χρησιμοποιήσει πολλές φορές την έννοια φίλος αλλά μόνο 
τώρα αυτή η λέξη γίνεται ολοκληρωτικά δική μου.
Πάντα ονειρευόμουν την φιλία που δύο άνθρωποι ενώνονται για να φτάσουν ένα  υψηλό ιδανικό
Νά την εδώ τώρα! Εσύ και εγώ ενωθήκαμε με τέτοιο τρόπο!



Μπορεί να έχουμε διαβάσει πολλά βιβλία στην ενήλικη ζωή μας, αυτά όμως που θεωρώ οτι μας έχουν επηρεάσει περισσότερο απο ποτέ είναι τα Βιβλία που διαβάσαμε σε παιδική ηλικία και ξαναδιαβάσαμε και πάλι αρκετά χρόνια μετά. Ένα απο αυτά τα βιβλία είναι και τα Στενά Παπούτσια της Ζορζ Σαρή. 

Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1979 απο τις εκδόσεις Κέδρος και είναι ένα απο τα Βιβλία που καθρεφτίζουν όλα τα όνειρα της Παιδικής μας ηλικίας, μιας ηλικίας ανόθευτης και γνήσιας. Μιας ηλικίας που πλάθει μόνο όνειρα και όμορφα συναισθήματα.
Σε ένα μικρό χωριουδάκι της Αίγινας ο Παναγιώτης και η Ζωή θα ζήσουν το δικό τους όνειρο και μέσα απο αυτό θα τραβήξουν και τους αναγνώστες μικρούς και μεγάλους σε ένα ταξίδι αστείρευτης νοσταλγίας και ξεγνοιασιάς! Η πραγματική φιλία, ο γνήσιος έρωτας, οι συνθήκες ζωής της γυναίκας στις αρχές του περασμένου αιώνα μερικά απο τα δυνατά σημεία που πραγματεύεται το βιβλίο. Ένα βιβλίο σταθμός στην Ελληνική Λογοτεχνία που επιβάλεται να το διαβάσετε σε κάποια στιγμή της ζωής σας.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ: Ενα φως περα μακρια κουνιεται μέσα στη νυχτα. Θα ναι η λαμπα του Νικου. Σηκωθηκα να τρεξω αλλα κοντοσταθηκα.Καλύτερα να σιγουρευτω οτι είναι αυτοί. Καρφωσα τα ματια μες στο σκοταδι και κράτησα την ανασα μου να ακουσω τα πατηματα των ζωων. Ξαφνου ενα γελιο κουδουνισε μεσα στη σιωπη.Το γελιο της Ζωής. Αρχισα να τρεχω. "Ει... Νικο....Ει, Νικοοοοο....."Η φωνη μου δυνατή έφτασε ισαμε το φως και τοτε μια αλλη φωνη το ιδιο δυνατή, κοριτσιστικη, απάντησε "Ει.. Παναγιωτη,Παναγιωτηηηηηη..." 
Τελειωσαν τα ψεματα,αρχιζει το καλοκαιρι μας, το καλοκαίρι της Βαγίας.

Ένας σύνδεσμος για αγορά του Βιβλίου 
http://www.protoporia.gr/ta-stena-papoytsia-p-43867.html

Στην συνέχεια θα μιλήσουμε για ένα βιβλίο ορόσημο της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας. 
Η Μάνα της Περλ Μπακ ένα απο τα πιο συγκλονιστικά βιβλία όλων των εποχών. Η ηρωίδα του Βιβλίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σύμβολο της μητρότητας και γενικότερα της Γυναικείας υπόστασης. Η γυναίκα αυτή περνάει τα πάνδεινα αλλά με την δύναμη που επιδεικνύει μας γεμίζει με έντονα συναισθήματα. Ταυτόχρονα μέσα απο την ιστορία του Βιβλίου λαμβάνουμε πληροφορίες για τις αντιλήψεις των ανθρώπων της Κίνας στον 20ο αιώνα. Δημοσιεύτηκε αρχικά το 1933. Η ιστορία περιγράφει την καθημερινή ζωή και τις ασχολίες μιας μητέρας που συντηρεί με την αδιάκοπη εργασία και τη σταθερή αφοσίωσή της τη φτωχή αγροτική της οικογένεια. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Κίνα των αρχών του εικοστού αιώνα και επικεντρώνεται στη μορφή της μητέρας, η οποία, πρότυπο αγάπης, κατανόησης και προσφοράς, στηρίζει την παραδοσιακή πατριαρχική οικογένεια.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:



Έχει καμιά διαφορά η μια μέρα από την άλλη κάτω από τον ουρανό για μια μάνα; To πρωί η μάνα ξύπνησε και σηκώθηκε πριν ακόμα χαράξει η αυγή, κι ενώ οι άλλοι κοιμόντουσαν ακόμα, άνοιξε την πόρτα, έβγαλε τα πουλερικά* και το γουρούνι, πήγε το νεροβούβαλο μέσα στο μαντρί, και καθάρισε όσες βρομιές είχαν κάνει τη νύχτα, τις μάζεψε και τις έκανε ένα σωρό, σε μια γωνιά του μαντριού. Ενώ οι άλλοι ήταν ακόμη ξαπλωμένοι, πήγε στην κουζίνα, άναψε τη φωτιά και έβρασε το νερό για να πιούνε ο άντρας και η γριά όταν σηκώνονταν, και λίγο από αυτό το έριξε σε μια ξύλινη λεκάνη για να δροσίσει λίγο και να μπορέσει να πλύνει τα μάτια του κοριτσιού.
Κάθε πρωί τα μάτια του κοριτσιού ήταν σφιχτά κλεισμένα και δεν μπορούσε να δει καθόλου ώσπου να του τα πλύνει. Στην αρχή το παιδί φοβόταν, όπως και η μάνα, αλλά η γριά σφύριξε:*
«Έτσι ήμουνα κι εγώ, σαν ήμουνα μικρή, μα δεν πέθανα!».
Τώρα το είχαν συνηθίσει και ήξεραν ότι δε σήμαινε τίποτε έξω από το ότι κάμποσα παιδιά ήταν έτσι κι ότι δεν πέθαναν από αυτό. Μόλις που είχε ρίξει νερό στη λεκάνη, όταν πρόβαλαν τα παιδιά, το αγόρι κρατώντας το κορίτσι από το χέρι. Είχαν βγει συρτά από το κρεβάτι χωρίς να κάνουν θόρυβο, χωρίς να ξυπνήσουν τον άντρα που έτρεμαν το θυμό του, γιατί παρ' όλους τους καλούς και κεφάτους τρόπους που είχε, όταν ήθελε να είναι κεφάτος και καλός, ο άντρας ήταν ικανός να θυμώσει και να τα ξυλοφορτώσει*άγρια αν τον ξυπνούσαν πριν από την ώρα του. Τα δυο τους στέκονταν βουβά στην πόρτα κοιτάζοντας τη μάνα και το αγόρι ανοιγόκλεινε τα μάτια του και χασμουριόταν, αλλά το κοριτσάκι καθόταν υπομονετικά περιμένοντας, με τα μάτια σχεδόν κατάκλειστα. Ύστερα η μάνα σηκώθηκε βιαστικά και παίρνοντας την γκρίζα πετσέτα που ήταν κρεμασμένη σ' έναν ξύλινο γάντζο, βούτηξε τη μια της άκρη στη λεκάνη και σιγά σιγά καθάρισε τα μάτια του κοριτσιού. Το παιδί κλαψούρισε, χωρίς να βγάζει ήχο από το στόμα του, μόνο με την ανάσα του, και η μάνα αναλογίστηκε, όπως κάθε πρωί:
«Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχάσω την αλοιφή για τα μάτια αυτού του παιδιού. Κάποτε πρέπει να φροντίσω και γι' αυτό. Αν δεν το ξεχάσω όταν πουληθεί το φορτίο με το άχυρο του ρυζιού, την άλλη φορά, θα του πω να πάει σ' ένα μαγαζί με φάρμακα - υπάρχει κάποιο κοντά στην πύλη στα δεξιά, κατηφορίζοντας σ' ένα μικρό δρομάκι».
Ενώ το σκεφτόταν αυτό, ο άντρας πρόβαλε στην πόρτα φορώντας τα ρούχα του. Χασμουρήθηκε δυνατά κι ύστερα έξυσε το κεφάλι του. Εκείνη είπε φωναχτά τη σκέψη της:
«Όταν θα πας να πουλήσεις αυτό το δεμάτι με το άχυρο του ρυζιού, να πας και σε κείνο το μαγαζί που είναι κοντά στην Πύλη του Νερού και να ζητήσεις καμιά αλοιφή ή κανένα άλλο φάρμακο για πονεμένα μάτια σαν και τούτα».
Όμως ο άντρας ήταν ακόμα βαρύς από τον ύπνο κι απάντησε θυμωμένα:
«Και γιατί να ξοδέψουμε από το λίγο έχει μας για πονεμένα μάτια, αφού δε θα πεθάνει ποτέ από δαύτα.* Είχα κι εγώ πονεμένα μάτια όταν ήμουνα μικρός κι ο πατέρας μου ποτέ του δεν ξόδεψε τα λεφτά του για μένα, μόλο που* ήμουνα ο μοναδικός γιος που του είχε απομείνει».
H μάνα, καταλαβαίνοντας πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για να μιλήσει, δεν είπε τίποτε παραπάνω και πήγε να του βάλει το νερό του. Ήταν όμως κάπως θυμωμένη και δεν του το έδωσε στο χέρι, αλλά το άφησε στο τραπέζι για να το πάρει μόνος του, αλλά δεν είπε τίποτα και ξέχασε την υπόθεση, για την ώρα. H αλήθεια ήταν ότι πολλά παιδιά είχαν πονεμένα μάτια, και γίνονταν καλά όταν μεγάλωναν, όπως και ο άντρας, που, μόλο που τα μάτια του είχαν κάτι σημάδια γύρω από τα βλέφαρα, που φαίνονταν, αν τα κοίταζε κανένας κατά πρόσωπο, έβλεπε καλά όταν δεν ήταν πολύ μικρό εκείνο που περιεργαζόταν. Δεν ήταν όμως από κείνους τους μορφωμένους που ζούνε με τα βιβλία και πρέπει να βλέπουνε καλά, κι έτσι αυτό δεν είχε σημασία.
Ξάφνου η γριά αναταράχτηκε και φώναξε αδύναμα, και η μάνα τής έφερε ένα κύπελλο με ζεστό νερό, της το έδωσε να το πιει πριν σηκωθεί, και η γριά το ρούφηξε με θόρυβο και ρεύτηκε όλα τα κακά αέρια που έρχονταν από το άδειο στομάχι της, βόγκηξε λίγο και παραπονέθηκε για την ηλικία της, που την έκανε να νιώθει αδύναμη τα πρωινά.
H μάνα γύρισε στην κουζίνα κι άρχισε να ετοιμάζει το πρωινό, και τα παιδιά κάθισαν κοντά της πάνω στο χώμα περιμένοντας κουβαριασμένα γιατί το πρωί ήταν κρύο. Το αγόρι σηκώθηκε στο τέλος και πήγε κοντά στη μάνα του που τάιζε τη φωτιά, αλλά το κορίτσι έμεινε μόνο του. Ξαφνικά ο ήλιος πρόβαλε πάνω από τους ανατολικούς λόφους και το φως ξεχύθηκε σε μεγάλες φωτεινές αχτίνες, που έπεσαν πάνω στα μάτια του παιδιού κι εκείνο τα έκλεισε αμέσως. Άλλοτε θα έκλαιγε, αλλά τώρα πήρε μόνο μια βαθιά ανάσα, όπως θα έκανε ένας μεγάλος, και κάθισε φρόνιμο με τα βλέφαρα σφιχτά κλεισμένα και δεν κουνήθηκε καθόλου μέχρι που ένιωσε τη μάνα του να του βάζει μπροστά του μιαγαβάθα* με φαγητό.
Ναι, είναι αλήθεια ότι όλες οι μέρες ήταν όμοιες για τη μάνα, αλλά ποτέ της δεν τις βρήκε στενόχωρες ή πληκτικές κι ήταν αρκετά ευχαριστημένη με το πέρασμά τους. Αν κανένας τη ρωτούσε, θ' άνοιγε διάπλατα εκείνα τα φωτεινά της μάτια και θα έλεγε: «Μα η γης αλλάζει από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή κι έπειτα είναι και το ωρίμασμα της σοδειάς από τη γη μας, και η πληρωμή των σπόρων στον ιδιοκτήτη για τη γη που νοικιάζουμε, κι είναι και οι γιορτές και οι σχόλες και η Πρωτοχρονιά, ναι, ακόμα και τα παιδιά αλλάζουν και μεγαλώνουν, και βρίσκω απασχόληση φτιάχνοντας κι άλλα, και για μένα δεν υπάρχει τίποτα που να μην αλλάζει και όλα αλλάζουν αρκετά για να με κάνουν να δουλεύω από την αυγή ώσπου να πέσει το σκοτάδι, τ' ορκίζομαι».
Όταν της περίσσευε λίγος χρόνος, υπήρχαν άλλες γυναίκες στο χωριουδάκι, αυτή που ήταν να γεννήσει κι εκείνη που θρηνούσε ένα παιδί που είχε χάσει, ή μια άλλη που είχε κάποιο σχέδιο να κεντήσει ένα λουλούδι πάνω σε παπούτσι ή κανένα καινούριο τρόπο για να κοπεί ένα πανωφόρι. Ήταν και μέρες που πήγαινε στην πόλη για να πουλήσει σπόρο ή λάχανα μαζί με τον άντρα της, κι εκεί στην πόλη μπορούσες να δεις περίεργα πράγματα και να τα σκεφθείς, αν βέβαια περίσσευε χρόνος για σκέψη. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι αυτή η γυναίκα ήταν από κείνες που μπορούσαν να ζουν ικανοποιημένες με τον άντρα και τα παιδιά χωρίς να σκέφτονται τίποτε άλλο. Εκείνης της έφτανε να γνωρίζει συχνά όλο τον πόθο του άντρα, να πιάνει παιδί μ' αυτόν, να ξέρει ότι μια ζωή μεγαλώνει μέσα στο ίδιο της το κορμί, να νιώθει αυτή την καινούρια σάρκα να παίρνει μορφή και να μεγαλώνει, να γεννάει και να νιώθει τα μωρουδίστικα χείλια να πίνουν από το στήθος της. Της έφτανε να ξυπνάει με το χάραμα, να ταΐζει την οικογένειά της, να ταΐζει τα ζώα, να σπέρνει τη γης και να μαζεύει τον καρπό της, να τραβάει νερό από το πηγάδι για να πιουν, να περνάει μέρες ολάκερες στους λόφους συνάζοντας αγριόχορτα και να νιώθει τον ήλιο και τον άνεμο πάνω της. Χαιρόταν όλη τη ζωή της, τη γέννα, τη δουλειά στα χωράφια, τον ύπνο, το φαγητό και το νερό που έπινε, το σκούπισμα και το συγύρισμα του σπιτιού, τα καλά λόγια από τις γυναίκες του χωριού που την παίνευαν για την προκοπή και για το ράψιμό της. Ακόμα και ο τσακωμός με τον άντρα της ήταν καλός και δυνάμωνε το πάθος που ένιωθε ο ένας για τον άλλο. Έτσι ξυπνούσε κεφάτη κάθε πρωί.
Αυτή τη μέρα, αφού έφαγε ο άντρας, κι αφού στέναξε, πήρε το σκαλιστήρι* του και ξεκίνησε κάπως άκεφα, όπως το συνήθιζε πάντα, για το χωράφι, κι εκείνη καθάρισε τις γαβάθες, έβαλε τη γριά να καθίσει στον ήλιο, κάτω από τη ζεστασιά του, και πρόσταξε τα παιδιά να μην παίζουν κοντά στηγούρνα.* Ύστερα πήρε το σκαλιστήρι της και ξεκίνησε κι εκείνη σταματώντας μια δυο φορές για να κοιτάξει πίσω της. H αδύναμη φωνή της γριάς μόλις που ακουγόταν και η μάνα χαμογέλασε και συνέχισε το δρόμο της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η γριά ήταν να προσέχει την πόρτα και το έκανε με περηφάνια. Μόλο που ήταν γριά και μισότυφλη, μπορούσε να διακρίνει αν πλησίαζε κανένας που δεν έπρεπε και θα έμπηγε αμέσως τις φωνές. Ήταν ενοχλητική γριά και οι ενοχλητικοί γέροι είναι χειρότεροι κι από τα παιδιά, γιατί δεν μπορείς να τους χαστουκίσεις όπως τα παιδιά. Κι όμως, όταν η γυναίκα του ξαδέρφου είπε κάποτε: «Θα είναι πολύ καλό για σένα να πεθάνει αυτό το γέρικο πράμα, που είναι τόσο γερασμένο και στραβό, κι όλο πόνους και γκρίνια για το φαγητό», η μάνα είχε απαντήσει με τον ήρεμο τρόπο που έπαιρνε όταν ένιωθε κάποτε κρυφή στοργή: «Ναι, αλλά είναι πολύ χρήσιμη ακόμα, για να μας φυλάει την πόρτα, κι ελπίζω ότι θα ζήσει μέχρι που να μεγαλώσει λίγο το κορίτσι».
Ναι, η μάνα ποτέ της δεν μπορούσε να κάνει την καρδιά της να σκληρύνει απέναντι σε μια γριά σαν κι εκείνη. Είχε ακούσει για γυναίκες που περηφανεύονταν ότι είχαν κηρύξει τον πόλεμο στα σπίτια τους ενάντια στις πεθερές τους και πως δεν μπορούσαν να ανεχτούνε τον κακό τους τρόπο. Όμως σ' αυτή τη νεαρή μάνα, η γριά φαινότανε σαν να ήτανε ένα ακόμα παιδί της, ολότελα ξεμωραμένο,* που ήθελε τούτο και το άλλο, όπως τα παιδιά. Έτσι καμιά φορά τής φαινόταν κουραστικό να τρέχει εδώ κι εκεί πάνω στους λόφους την άνοιξη, ψάχνοντας να βρει ένα χόρτο που πολύ το 'χε πεθυμήσει η δύστυχη γριά, όμως, όταν έφτασε κάποιο καλοκαίρι κι έπεσε βαριά διάρροια στο χωριό, τόσο βαριά που πέθαναν δυο ολόγεροι άντρες, μερικές γυναίκες και πολλά μικρά παιδιά, και η γριά ήταν του θανατά, ή τουλάχιστον έτσι τους φαινόταν, αγόρασαν το καλύτερο φέρετρο που μπόρεσαν να βρουν και το ετοίμασαν. Η γριά όμως δεν πέθανε και η νεαρή μάνα ένιωσε αληθινή χαρά όταν την είδε πως γαντζώθηκε στη ζωή και κατάφερε να ζήσει. Ναι, μόλο που η σκληρόπετση* γριά είχε λιώσει δυο νεκρικά φορέματα, η μάνα ήταν ευτυχισμένη που ζούσε ακόμα. Όλο το χωριό το είχε για αστείο το πώς κρεμόταν στη ζωή. Το κόκκινο ρούχο που είχε φτιάξει η μάνα για να τη θάψει, το φορούσε κάτω από το γαλάζιο, όπως ήταν έθιμο σ' εκείνα τα μέρη, μέχρι που να λιώσει και να πεταχτεί και η γριά ανυπομονούσε και δεν αισθανότανε καλά ώσπου η μάνα τής ετοίμασε καινούριο. Και τώρα, φορούσε αυτό το δεύτερο χαρούμενη κι αν κανένας τής φώναζε: «Ακόμα εδώ είσαι, γριούλα;», απαντούσε κεφάτα: «Ναι, εδώ είμαι και φοράω τα καλά μου νεκρικά φορέματα. Εκείνα λιώνουν, εγώ ζω. Τα λιώνω και ούτε που ξέρω πόσα θα λιώσω ακόμα».
Και η γριά γελούσε καθώς σκεφτόταν πόσο όμορφο αστείο ήταν που ζούσε και που δεν έλεγε να πεθάνει.
Τώρα, κοιτάζοντας πίσω, η μάνα χαμογέλασε κι άκουσε τη φωνή της γριάς: «Ησύχασε, καλή μου κόρη — εγώ είμαι εδώ και φυλάω την πόρτα».
Ναι, θα της λείψει πολύ όταν θα πεθάνει αυτή η γέρικη ψυχή. Αλλά τι σημασία έχει που θα της λείψει; Η ζωή ερχόταν κι έφευγε την ορισμένη ώρα και δεν μπορείς να ελπίζεις πως θα ξεφύγεις από την ώρα σου.
Κι έτσι η μάνα συνέχισε ήσυχη το δρόμο της.
Ένα link για αγρά του Βιβλίου: http://www.govostis.gr/product/202/i-mana.html

Σειρά έχει ένα Βιβλίο απο αυτά τα Βιβλία που τα διαβάζεις για ανοίξει το μυαλό σου και οι πνευματικοί σου ορίζοντες.
Η Ουράνια Προφητεία του James Redfield είναι ένα Βιβλίο Σοφίας, μια δυνατή ιστορία γεμάτη περιπέτεια, με επίδραση στην διανόηση και στην σκέψη. Οι αλήθειες που κρύβονται στις σελίδες του εξελίσσουν το πνεύμα και ερεθίζουν το μυαλό. Εκδόθηκε το 1993 και είναι απο τα κορυφαία best seller απο τότε μέχρι σήμερα.

Ο συγγραφέας όντας σε μια φάση καμπής της ζωής του συναντά μια παλιά φίλη που του λέει ότι σε ένα ταξίδι στο Περού για λογαριασμό μιας εταιρίας που δούλευε άκουσε για την ανακάλυψη ενός αρχαίου χειρόγραφου που περιέχει εννιά επιγνώσεις κλειδιά για την ίδια την ζωή. Ταράζει όμως τα νερά και το θρησκευτικό κατεστημένο προσπαθεί να κουκουλώσει το θέμα και να εξαφανίσει το ίδιο το χειρόγραφο και τα αντίτυπα που κυκλοφορούσαν. Ο ήρωας μην έχοντας τι να κάνει φεύγει για το Περού όπου με την βοήθεια εξαιρετικών συμπτώσεων (που αποτελεί θέμα της πρώτης επίγνωσης) συναντά τα κατάλληλα άτομα που θα τον οδηγήσουν στην αποκάλυψη των 9 επιγνώσεων. Υπάρχει δράση κυνηγητό πυροβολισμοί αιχμαλωσίες έρωτας και όλα αυτά που κάνουν καλή μια περιπέτεια. Έτσι ευχάριστα μας αποκαλύπτονται οι μυστικές επιγνώσεις.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

«Είστε ερευνητές, εσύ και ο Ουίλ;» με ρώτησε κάποια στιγμή ο Ρενό. Ο Ουίλ είχε στήσει πια το αντίσκηνο και είχε πάει να ρωτήσει για το δείπνο. «Ο Ουίλσον είναι ξεναγός», είπα. «Εγώ δεν κάνω και πολλά πράγματα αυτό τον καιρό». Ο Ρενό μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο απορία. Χαμογέλασα και τον ρώτησα: «Μπόρεσες να δεις τίποτα αποσπάσματα από το χειρόγραφο;» «Είδα την Πρώτη και τη Δεύτερη Επίγνωση», είπε και ήρθε πιο κοντά. «Και θα σου πω και κάτι. Νομίζω πως όλα συμβαίνουν ακριβώς όπως τα λέει το χειρόγραφο. Αρχίσαμε να βλέπουμε τον κόσμο διαφορετικά, κι αυτό μπορώ να το δω στην ψυχολογία». «Τι εννοείς;» Πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Ο τομέας στον οποίο ειδικεύομαι είναι η σύγκρουση. Μελετώ το λόγο για τον οποίο οι άνθρωποι μεταχειρίζονται ο ένας τον άλλο τόσο βίαια. Πάντα ξέραμε ότι αυτή η βία προέρχεται από την παρόρμηση που νιώθουν να ελέγχουν και να εξουσιάζουν ο ένας τον άλλο, αλλά μόνο πρόσφατα μελετήσαμε αυτό το φαινόμενο από μέσα προς τα έξω, από την άποψη της ατομικής συνείδησης. Αναρωτηθήκαμε τι είναι αυτό που συμβαίνει μέσα σε έναν άνθρωπο και τον κάνει να θέλει να ελέγχει κάποιον άλλο. Βρήκαμε ότι όταν ένα άτομο πλησιάζει ένα άλλο και συζητά μαζί του, πράγμα που συμβαίνει δισεκατομμύρια φορές την ημέρα στον κόσμο, τότε συμβαίνει ένα από τα εξής δύο πράγματα: αυτό το άτομο μπορεί να απομακρυνθεί είτε νιώθοντας δυνατό, είτε νιώθοντας αδύναμο, ανάλογα με το τι συμβαίνει κατά την ανταλλαγή». Του έριξα μια ματιά γεμάτη απορία κι εκείνος έδειξε λίγο αμήχανος που είχε μπει σε τόσες λεπτομέρειες σχετικά με στο θέμα. Του ζήτησα να συνεχίσει. «Γι' αυτό το λόγο», πρόσθεσε, «εμείς, οι άνθρωποι, υιοθετούμε μια στάση επιβολής απέναντι στους άλλους. Δεν έχει σημασία ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτη- ριστικά της κατάστασης, ή ποιο είναι το θέμα, εμείς προετοιμαζόμαστε να πούμε αυτό που απαιτείται για να κυριαρχήσουμε στη συζήτηση. Ο καθένας μας ανα- ζητά να βρει τρόπο να ασκήσει έλεγχο και έτσι να παραμείνει ο νικητής της συνάντησης. Αν επιτύχουμε, αν κυριαρχήσει η άποψή μας, τότε αντί να νιώθουμε αδύναμοι, νιώθουμε μια ψυχολογική αναπτέρωση.» «Μ' άλλα λόγια εμείς οι άνθρωποι προσπαθούμε να αποδειχθούμε πιο έξυπνοι και να επιβληθούμε ο ένας τον άλλο, όχι μόνο επειδή επιδιώκουμε κάποιο χειροπιαστό στόχο στον εξωτερικό κόσμο, αλλά και γιατί αναπτερωνόμαστε ψυχολογικά. Αυτός είναι ο λόγος που βλέπουμε τόσες παράλογες συγκρούσεις στον κόσμο όχι μόνο σε ατομικό, αλλά και σε εθνικό επίπεδο». «Το ομόφωνα αποδεκτό συμπέρασμα στον τομέα μου είναι ότι, τώρα, αυτό το γεγονός αρχίζει να γίνεται κοινή συνείδηση. Εμείς οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε πόσο πολύ προσπαθούμε να ελέγχουμε ο ένας τη ζωή του άλλου και επανεκτιμούμε τα κίνητρά μας. Κοιτάζουμε να βρούμε κάποιον άλλο τρόπο αλληλεπίδρασης. Νομίζω πως αυτή η επανεκτίμηση θα είναι μέρος του νέου τρόπου θεώρησης του κόσμου, για τον οποίο μιλά το χειρόγραφο». Η συζήτησή μας διακόπηκε καθώς επέστρεψε ο Ουίλ. «Είναι έτοιμοι να μας σερβίρουν», είπε. Τραβήξαμε προς το σπίτι και μπήκαμε στο ισόγειο που ήταν το διαμέρισμα της οικογένειας. Διασχίσαμε το καθιστικό και μπήκαμε στην τραπεζαρία. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ραγού, λαχανικά και σαλάτα. «Καθίστε. Καθίστε», είπε ο ιδιοκτήτης αγγλικά, τραβώντας τις καρέκλες και τρέχοντας εδώ κι εκεί για να μας περιποιηθεί. Πίσω του στεκόταν μια γυναίκα, προφανώς η γυναίκα του και μια έφηβη κοπέλα γύρω στα δεκαπέντε. Την ώρα που καθόταν στη θέση του, ο Ουίλ έσπρωξε με τον αγκώνα το πιρούνι του που έπεσε στο πάτωμα. Ο άντρας κοίταξε τη γυναίκα που με τη σειρά της μίλησε άγρια στο κορίτσι το οποίο δεν είχε σπεύσει αμέσως να φέρει καινούριο πηρούνι. Η κοπέλα έτρεξε σ' ένα άλλο δωμάτιο και γύρισε κρατώντας ένα πιρούνι που έτεινε δειλά στον Ουίλ. Η πλάτη της ήταν κυρτή και το χέρι της έτρεμε ελαφρά. Το βλέμμα μου συνάντησε το βλέμμα του Ρενό, στην άλλη μεριά του τραπεζιού. «Καλή όρεξη», είπε ο άντρας προτείνοντάς μου μια από τις πιατέλες. Την περισσότερη ώρα ο Ρενό και ο Ουίλ συζητούσαν αδιάφορα για την ακαδημαϊκή ζωή, για τη διδασκαλία και τις εκδόσεις. Ο ιδιοκτήτης είχε βγει από το δωμάτιο, αλλά η γυναίκα στεκόταν δίπλα στην πόρτα. Καθώς η γυναίκα και η κόρη της άρχισαν να μας σερβίρουν ένα είδος πίτας ο αγκώνας της κοπέλας χτύπησε το ποτήρι μου με το νερό, και το έχυσε στο τραπέζι, μπροστά μου. Η γυναίκα έτρεξε προς το μέρος μου οργισμένη, βάζοντάς τις φωνές στην κοπέλα, στα ισπανικά, και σπρώχνοντάς τη για να φύγει από τη μέση. «Λυπάμαι πολύ», είπε η γυναίκα σκουπίζοντας το νερό. «Το κορίτσι είναι τόσο αδέξιο». Τότε η κοπέλα έγινε έξαλλη και εκσφενδόνισε την υπόλοιπη πίτα πάνω στη γυναίκα. Η πίτα δεν την πέτυχε κι έπεσε στο κέντρο του τραπεζιού γεμίζοντάς το με θρύψαλα από πίτα και πορσελάνη, ακριβώς τη στιγμή που επέστρεφε στο δωμάτιο ο ιδιοκτήτης.  Ο γέρος έβαλε τις φωνές και η κοπέλα εξαφανίστηκε από το δωμάτιο. «Συγνώμη», είπε σπεύδοντας προς το τραπέζι. «Κανένα πρόβλημα», απάντησα. «Δεν υπάρχει λόγος να είστε τόσο σκληροί με το κορίτσι». Ο Ουίλ είχε ήδη σηκωθεί και κοιτούσε το λογαριασμό. Φύγαμε γρήγορα. Ο Ρενό είχε μείνει σιωπηλός μέχρι που βγήκαμε από την πόρτα κι αρχίσαμε να κατεβαίνουνε τα σκαλιά. «Πρόσεξες εκείνο το κορίτσι;» ρώτησε τότε, κοιτάζοντάς με. «Είναι κλασικό παράδειγμα ανθρώπου που υφίσταται ψυχολογική βία. Εδώ οδηγεί η ανθρώπινη ανάγκη για έλεγχο πάνω στους άλλους, όταν φτάνει στα άκρα. Ο γέρος και η γυναίκα εξουσιάζουν απόλυτα το κορίτσι. Πρόσεξες πόσο φοβισμένο και καμπουριασμένο ήταν;» «Ναι», είπα. «Αλλά φαίνεται ότι έχει μπουχτίσει πια». «Ακριβώς! Οι γονείς της δε χαλαρώνουν ποτέ. Και από την πλευρά της δεν έχει άλλη επιλογή από το να αντιδράσει βίαια. Είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να διατηρήσει κάποιο έλεγχο πάνω στον ίδιο τον εαυτό της. Δυστυχώς, όταν μεγαλώσει, εξαιτίας αυτού του πρώιμου τραύματος, θα πιστεύει ότι πρέπει να αναλάβει τον έλεγχο και να εξουσιάζει τους άλλους με την ίδια ένταση. Αυτό το χαρακτηριστικό έχει εντυπωθεί βαθιά μέσα της και θα την κάνει τόσο αυταρ- χική όσο είναι τώρα οι γονείς της, ιδιαίτερα όταν θα βρίσκεται με ευάλωτους ανθρώπους, όπως είναι τα παιδιά.» «Στην πραγματικότητα το ίδιο τραύμα είχαν, σίγουρα, και οι γονείς της, πριν από αυτήν. Και τώρα πρέπει να την εξουσιάζουν όπως τους εξουσίαζαν κι εκεί- νους οι γονείς τους. Μ' αυτό τον τρόπο περνά η ψυχολογική βία από τη μια γενιά στην άλλη». Ο Ρενό σταμάτησε ξαφνικά. «Πρέπει να βγάλω από το αυτοκίνητο τον υπνόσακό μου», είπε. «Θα κατέβω σ' ένα λεπτό». Κούνησα το κεφάλι και ο Ουίλ κι εγώ συνεχίσαμε το δρόμο μας προς τα αντίσκηνα. «Εσύ και ο Ρενό έχετε πολλά να πείτε μεταξύ σας», παρατήρησε ο Ουίλ. «Ναι, είναι αλήθεια», είπα. Ο Ουίλ χαμογέλασε. «Στην πραγματικότητα την περισσότερη ώρα μιλά ο Ρενό. Εσύ ακούς και απαντάς στις ερωτήσεις του, αλλά δε συμμετέχεις πολύ». «Με ενδιαφέρουν αυτά που έχει να πει», είπα παίρνοντας αμυντική στάση. Ο Ουίλ αγνόησε τον τόνο μου. «Είδες τη μετακίνηση της ενέργειας ανάμεσα στα μέλη εκείνης της οικογένειας; Ο άντρας και η γυναίκα απομυζούσαν την ενέργεια του παιδιού, μέχρις ότου το παιδί σχεδόν νεκρώθηκε». «Ξέχασα να παρακολουθήσω τη ροή της ενέργειας», είπα. «Λοιπόν, δε νομίζεις πως θ' άρεσε στον Ρενό να τη δει; Τι καταλαβαίνεις από το γεγονός ότι τον συνάντησες;» «Δεν ξέρω». «Δε νομίζεις πως έχει κάποιο νόημα; Διασχίζουμε με το αυτοκίνητο το δρόμο και βλέπεις κάποιον που σου θυμίζει έναν παλιό σου φίλο, και όταν τον γνωρί- ζουμε μαθαίνουμε πως κι αυτός ψάχνει για το χειρόγραφο. Αυτό δε σου φαίνεται ότι είναι κάτι πέρα από απλή σύμπτωση;» «Ναι». «Πιθανόν να συναντηθήκατε γιατί έπρεπε να πάρεις μερικές πληροφορίες που θα παρατείνουν το ταξίδι σου εδώ. Και μήπως πάλι, έχεις κι εσύ μερικές πληροφορίες για εκείνον;» «Ναι, υποθέτω πως έτσι είναι. Τι νομίζεις πως θα έπρεπε να του πω;» Ο Ουίλ με κοίταξε ξανά μ' εκείνη τη χαρακτηριστική έκφραση ζεστασιάς. «Την αλήθεια», είπε. Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε άλλο, ο Ρενό κατέβηκε, πηδώντας, το μονο- πάτι και μας έφτασε. «Έφερα κι ένα φακό, για την περίπτωση που θα τον χρειαστούμε αργότερα»,

Μπορείτε να το βρείτε εδω: https://www.dioptra.gr/Vivlio/16/716/I-ourania-profiteia/


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Κριτική μου "Το κορίτσι με το σαλιγκάρι" Πηνελόπη Κουρτζή - Γράφει η Γεωργία Ρετετάκου

 Μια Μοναδική εποχή. Ένα Παγκόσμιο φαινόμενο που καθόρισε ζωές, αξίες, αντιλήψεις και δημιούργησε ένα πρωτότυπο άβατο στην Ελληνική κοινωνία στα τέλη της δεκαετίας του 60 και στην δεκαετία του 70, αποτελεί το κεντρικό θέμα του τελευταίου μυθιστορήματος της Πηνελόπης Κουρτζή "Το κορίτσι με το σαλιγκάρι." Με φόντο την παραλία των Ματάλων στην Κρήτη παρακολουθούμε μια ιστορία γεμάτη ένταση, ανατροπές και κυρίως μεταστροφές. Μέσα από την προσέγγιση μιας ζωής που μοιάζει ανοίκεια, αλλά μετατρέπεται σε έναν κόσμο που αλλάζει μέσα από την επαφή με την φύση, την θάλασσα, τον πρωτόγονο τρόπο ζωής και την πραγματική επαφή με τους ανθρώπους.  Η Υπατία είναι μια γυναίκα εύθραυστη, μεγαλωμένη μέσα σε μια υπερπροστευτική οικογένεια που την εγκλώβισε μέσα σε μια ζωή χωρίς πρωτοβουλίες και χωρίς ελευθερία. Επιστρέφει από το Λονδίνο τον Μάρτιο του 1969 έχοντας στις αποσκευές της ένα πληγωμένο σαλιγκάρι. Όπως και το σαλιγκάρι με το σκασμένο καβούκι έτσι και εκείνη με σπασμένο κέλυφος βγαίνει α

Η Κριτική μου για το " Όλο το Φως που δεν μπορούμε να δούμε " Άντονυ Ντορ

Γράφει η Γεωργία Ρετετάκου Με δυο παράλληλες ιστορίες αυτή της Μαρί Λορ Λεμπλάν, ενός τυφλού κοριτσιού από την Γαλλία. Και αυτή του Βέρνερ Πφέννιχ ενός ορφανού αγοριού από την Γερμανία μαθαίνουμε με έναν εξαιρετικά διαφορετικό τρόπο το φως και το σκοτάδι του πολέμου. Το φως και το σκοτάδι της Ψυχής των ανθρώπων. Η Μαρί Λορ έχει μάθει να ζεί στο σκοτάδι απο πολύ μικρή ηλικία, ζει με τον πατέρα της ο οποίος είναι κλειθροποιός στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας στο Παρίσι. Μαθαίνει να ζει και να κινείται μέσα στην γειτονία που κατοικεί απομνημονεύοντας την διαδρομή που βασίζεται σε μια μακέτα που έχει κατασκευάσει ο πατέρας της και αποτελεί πανομοιότυπη απομίμηση και της παραμικρής λεπτομέρειας της γειτονίας. Ψηλαφώντας και απομνημονεύοντας τις λεπτομέρειες μπορεί να βαδίζει μέσα στα στενά σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Να εξερευνά, να φαντάζεται και να ονειρεύεται.  Όταν όμως οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το Παρίσι πατέρας και κόρη αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να καταφ

Η Κριτική μου για το " Αμαλία " Σπύρος Πετρουλάκης

Γράφει η Γεωργία Ρετετάκου Η Αμαλία είναι το τέταρτο βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη που διαβάζω. Ένα Βιβλίο εντελώς διαφορετικό απο τα προηγούμενα του. Τόσο στον ρυθμό, όσο και στην εξέλιξη του. Ένα Βιβλίο με δυνατές εικόνες που κάνουν επίθεση στο μυαλό. Με σκηνές σαν μέταλλο σκληρές. Που γεμίζουν με ένταση την καρδιά του Αναγνώστη. Αλλά και εύπλαστες που χαλαρώνουν όταν το μυαλό και η ψυχή του δεν αντέχει άλλο. Η Ιστορία εναλλάσσετε ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Με σωστές και ισορροπημένες τοποθετήσεις που εντείνουν την αγωνία και ανεβάζουν κατακόρυφα το μυστήριο. 35 Χρόνια πριν σε ένα ορεινό χωριό της Κορινθίας σε μια κλειστή κοινωνία η εξαφάνιση της γιαγιάς Αμαλίας προβληματίζει αλλά και αρχίζει να βάζει σε ένα περίεργο ρυθμό εξελίξεις που κανείς δεν μπορεί να καθορίσει και να υπολογίσει την πορεία τους. Μια οικογένεια που ζει μέσα σε ένα κλίμα που το τρέφει η δειλία και η βία. Ένα χάρισμα δοσμένο σαν βαριά κληρονομία. Ένας φθόνος που πηγάζει από σκοτεινά και απροσδιόριστ