Η φωλιά της αλεπούς της Εύας Καραδημήτρη που κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική, είναι ένα αστυνομικό θρίλερ έκπληξη της χρονιάς για εμένα. Ένα βιβλίο που τα έχει όλα. Αστυνομική πλοκή, κοινωνικές προεκτάσεις, μηνύματα και αλληγορίες σε ένα σκηνικό σκοτεινό και μυστηριώδες, ανατρεπτικό μέχρι την τελευταία του σελίδα.
Η ΦΩΛΙΑ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ ΕΥΑ ΚΑΡΑΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ
Σε αυτό το άρθρο θα σας παρουσιάσω κάποια αποσπάσματα του βιβλίου που ξεχώρισα. Δείτε το Book Review στο καινούργιο μας blog VIVLIONERGA.COM
Πρόλογος
Σωφρονιστικό ίδρυμα Αλικάντε, ψυχιατρική πτέρυγα
Τη βλέπω τη νύχτα στα όνειρά μου. Τα μάτια της με τρυπάνε. Το μόνο που ήθελα ήταν να νιώσω τη ζεστασιά της, την απαλή της γούνα όταν κουρνιάζω μέσα της. Κι όμως, το κουφάρι έχει περισσότερη ζέστη, πιο πολλή θαλπωρή. Καυτό αίμα κυλάει ακόμη, όπως όταν μια μάνα σε γεννά. Μέσα από τα πόδια της κυλάει αχνιστό αίμα. Ο αμνιακός σάκος ανοίγει κι εκείνη τρώει τον πλακούντα για να πάρει δυνάμεις· έτσι κάνουν τα θηλαστικά. Μυρίζω τη δυσωδία των σπλάχνων κι αποκοιμιέμαι σαν μωρό στην κούνια. Δεν μετανιώνω, για μένα αυτό είναι η βαθύτερη μορφή αγάπης! Εγώ, τουλάχιστον, αγάπησα κι ας νόμιζαν όλοι το αντίθετο. Ξέρεις, εγώ...
«Άκου τη φωνή μου! Εστίασε στη φωνή μου! Χάνεσαι πάλι... Είμαι δίπλα σου. Θα σε γυρίσω στο δωμάτιο».
«Πονάω... πόσο πονάω! Τα πόδια μου...»
«Είναι η ώρα για τα χάπια σου, θα σε βοηθήσουν. Τα εγκαύματα είναι ακόμη νωπά, θέλουν χρόνο. Όσο για τα πόδια σου... λυπάμαι! Έρχομαι αμέσως».
«Μη φεύγεις! Μαζεύονται πολλές αλεπούδες γύρω μου, έτοιμες να με κατασπαράξουν είναι επικίνδυνες. Ποτέ να μην υποτιμάς μια αλεπού. Πάντα βρίσκει τον τρόπο να σε ξεγελάσει κι εμένα με ξεγέλασε αρκετές φορές». Ήπια τα χάπια μαζί με λίγο νερό κι έπειτα, με τη συνοδεία του νοσηλευτή, κατευθύνθηκα προς τον διάδρομο.
«Φύγανε νωρίς οι επισκέψεις σου. Σήμερα έχει λιακάδα, Λόγω της σωστής συμπεριφοράς σου, ίσως κανονίσω να...»
«Όχι! Θέλω να κάτσω στη φωλιά μου! Μόνο εκεί νιώθω ασφαλής, μόνο εκεί δεν θα με βρουν ποτέ. Αλήθεια, έχεις ακούσει ποτέ αλεπού να ουρλιάζει; Είναι σαν ανθρώπινη στριγκλιά πόνου, ωδίνης τοκετού. Κάθε βράδυ τις ακούω...»
«Πάλι τα ίδια... Σταμάτα πια αυτό το παραμύθι! Δεν σου κάνει καλό!»
«Ξέρεις κάτι; Εγώ τη βλέπω την αλεπού. Το τσακάλι πνίγει την αλεπού. Το ήξερες αυτό;»
«Χρειάζεσαι κάτι άλλο; Πρέπει να μοιράσω τα φάρμακα».
«Μια χάρη μόνο θέλω: ένα μικρό αλεπουδάκι. Σου υπόσχομαι πως θα το φροντίζω, θα το αγαπήσω... Θα το μάθω να φέρεται σωστά όταν μεγαλώσει, δεν πρέπει να λέει ψέματα».
«Ξέρεις πολύ καλά ότι αυτό είναι αδύνατον». «Κάτι θα μπορείς να κάνεις. Εξάλλου, η αλεπού φταίει για όλα, εκείνη έκανε τους φόνους. Εκείνη φταίει για όλα! Ούτε κι εσύ με πιστεύεις...»
«Ξέρουμε και οι δυο τι έγινε. Δεν είσαι τυχαία εδώ μέσα».
«Σκατά ξέρεις! Δεν έχεις ιδέα! Φέρε μου την αλεπού να την ξεσκίσω! Να της ξεριζώσω τη γλώσσα για τα ψέματα που λέει. Να κόψω κομμάτια τη μήτρα της και να την πετάξω στα σκυλιά.
Φέρε μου, που να πάρει, μια γαμημένη αλεπού!» «Έπαθε κρίση, υποτροπίασε... Γρήγορα, την ηρεμιστική ένεση!»
Εκείνη τη στιγμή, όλα σκοτείνιασαν στο μυαλό μου, άδειασε ο εγκέφαλος, τα μάτια μου έπαψαν να δείχνουν ανθρώπινα, λες και ο Αντίχριστος μου κρατούσε την παλάμη από την αρχή. Ένιωθα το κακό να συμπορεύεται τούτη τη νύχτα σε κάθε γεγονός, να κατακλύζει όλη μου την ύπαρξη κι εγώ, απλός θεατής, να κατασκοπεύω την ταινία της ζωής μου.
Μύριζε φωτιά τριγύρω μου, ένιωθα υπνωτισμένος από τις αναθυμιάσεις. Ήρθε στο μυαλό μου ο θάνατος της μικρής, η μετακόμιση στο Αλικάντε, το διαζύγιο, η ανακοίνωση της εγκυμοσύνης, ο γάμος, το πρόβλημα του παιδιού... κι εκεί βλαστήμησα κι άρχισα να κλαίω. Επαναλάμβανα σαν ρομπότ την ίδια φράση διαρκώς:
«Όχι τώρα! Όχι τώρα! Όχι τώρα, διάολε!» Μπήκα γρήγορα μέσα στο αμάξι κι έβαλα τα χέρια πάνω στο τιμόνι. Το χτύπησα δυνατά αρκετές φορές για να ξεσπάσω την ένταση και την οργή μου. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη διακρίνοντας μια άμορφη μάζα να με παρατηρεί.
«Τι κοιτάς κι εσύ, ρε;» μονολογούσα μέσα στο βαθύ σκοτάδι.
Απενεργοποίησα το κινητό μου, άναψα διστακτικά τη μηχανή. Κάτι ασυγκράτητο, σφραγισμένο και θαμπό, έσπασε τους φράχτες της συνείδησής μου, της ανθρώπινης λογικής. Μονάχα το ανόητο ερωτικό κάλεσμα του γρύλου, που αναζητούσε ταίρι μέσα στη νύχτα, θάμπωνε τη νεκρική σιωπή, την αδιαφορία. Κακοσήμαδο παράσιτο, θα πουν οι είρωνες. Μέχρι που μια νυχτερίδα όρμησε σαν σφαίρα ξυστά από το ανοιχτό παράθυρό μου και τον άρπαξε στο στόμα της. Ένιωσα το δερμάτινο φτέρωμά της μέχρι τους κροτάφους μου. Ο κύκλος της ζωής. Έτσι είναι η Φύση, δίκαιη μα και αδίστακτη.
Κοίταξα πίσω μου νευρικά, γκάζωσα κι έφυγα. Μονάχα εκείνη η καταραμένη αλεπού στεκόταν ταραγμένη στη μέση του δρόμου να θρηνεί για το άτυχο μικρό της, με ένα διαπεραστικό, σπαραχτικό αλύχτισμα που θα με ακολουθούσε για χρόνια.
Η χαρά, η αθωότητα, ο έρωτας, η ανθρωπιά, έχουνε χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης. Σε ένα πολυδιάστατο σύμπαν, που στ' αρπάζει όλα με την πρώτη ευκαιρία, το μόνο σταθερό είναι η επιβίωσή σου με κάθε κόστος. Το σύμπαν έχει την εκπληκτική ιδιότητα να σου βάζει τρικλοποδιά εκεί που δεν το περιμένεις, τη στιγμή που νομίζεις ότι το ξεγέλασες πρώτος, μα και να σου χαμογελά, εκείνο το απρόβλεπτο λεπτό όταν όλα μοιάζουν χαμένα.
Πριν από δύο χρόνια ζούσα τον απόλυτο εφιάλτη. Τώρα βιώνω το πιο όμορφο όνειρο. Φοβάμαι να ξυπνήσω... Η ζωή μου ξεκίνησε όταν γνώρισα τον Φελίπε. Φώτισε τα μαύρα μου χρόνια. Μου χάρισε ελπίδα και δύναμη. Φοβάμαι μη σκάσει το όνειρο σαν σαπουνόφουσκα. Δύο λατρεμένα χρόνια, η ευτυχία σε επανάληψη. Ένα μοτίβο ευτυχίας που δεν είχα ξαναζήσει. Ένα μοτίβο που φοβόμουν το καταστροφικό του τέλος.
Το ξέρω ότι οι σχέση μας είναι η χειρότερη δυνατή γνωρίζω ότι αυτή η θλίψη που βιώσαμε έκανε μετάσταση σε κάθε μας όργανο έβγαλε από μέσα μας αληθινούς δαίμονες. Τους ξορκίζουμε τόσο καιρό τώρα. Δεν φτάνουν τόσα χρόνια περιφρόνησης και απουσίας πόσο ακόμα αλάτι θα ξοδεύουμε στις πληγές μας;
Η Κάρμεν ύψωσε το χέρι της και με χαστούκισε με δύναμη ξαφνιάστηκα. Η Κάρμεν έστριψε σαν τον δείκτη ενός ρολογιού. Κρατούσαμε τις ανάσες μας. Ο χρόνος σταμάτησε μόνο στα λεπτά που αντιστοιχούν με το καθάρισμα ενός μήλου. Το μαχαίρι γλιστράει στην κόκκινη φλοίδα όπως οι μετάνοιες, στα λεπτά που αντιστοιχούν στο γδύσιμο μιας γυναίκας όπως οι ενοχές, στα λεπτά που γεμίζεις ένα ποτήρι με νερό όπως ο εξαγνισμός. Έξω κατακλυσμός και το ραδιόφωνο να κάνει ανακοίνωση για την επίσκεψη του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ στο κέντρο διοίκησης εκτάκτων αναγκών του Αλικάντε.
Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι με πόνεσε περισσότερο: το χαστούκι, τα εξευτελιστικά λόγια της Κάρμεν ή η ανίκανη μητρική αγκαλιά; Αυτός ο χρόνος ποτέ δεν είναι ακριβής στην ώρα του. Πότε βιάζεται, πότε καθυστερεί και πότε σταματά. Αδιαφορώντας πώς τον ξοδεύουμε, εκείνος δεν παρηγορεί κανέναν μας. Δεν μας λυπάται, μονάχα εμείς τρέχουμε πάντα από πίσω του να τον προλάβουμε. Χτυπάει επιδεικτικά το πόδι στο πάτωμα, δείχνει το ρολόι του και με αυστηρότητα μας λέει «άργησες...» κι ας είσαι εκεί πέντε λεπτά νωρίτερα.
Τους ανθρώπους να τους μετράς στο δάκρυ σου ποιοι το προκάλεσαν ποιοι το σκούπισαν και ποιοι δεν το άφησαν να τρέξει άσε τα δάκρυα για τη βροχή εκείνη ξέρει καλύτερα.
Ξέρεις τι μπορεί να σώσει τον κόσμο Martin η αγάπη σιχάθηκα την ασχήμια του κόσμου βαρέθηκα να βλέπω τον πυρήνα του μίσους στις καρδιές των ανθρώπων η αγάπη Μάρτιν...
Το βλέμμα μου εστίασε στο δικό της ένα φιλί ήταν αρκετό για να σώσω τον κόσμο της και εκείνη το δικό μου ένα φιλί ενός λεπτού χωρίς διακοπή χωρίς ανούσιες παρεμβάσεις και κοσμικές παρεμβολές
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου