Επειδή προέρχομαι από προσφυγική οικογένεια, πάντα με συγκινούν οι ιστορίες που αναφέρονται σε πρόσφυγες, σε ξεριζωμό, σε επανένταξη σε μια νέα πατρίδα. Τα βιβλία αυτά εκτός από ιστορία και μνήμες κουβαλάνε και μια ολόκληρη παράδοση. Ήθη, έθιμα, ντοπιολαλιές, γεύσεις, αρώματα, νοσταλγία και προσμονή.
Το βιβλίο της Στέλλας Καλλέ έχει όλα αυτά τα στοιχεία που επαναφέρουν μέσα μας όλα αυτά που δεν πρέπει να ξεχάσουμε. Όλα αυτά που πρέπει να θυμόμαστε ώστε να κρατήσουμε στον χρόνο τις μνήμες και την ιστορικότητα ενός τόπου και των ανθρώπων που έζησαν σε αυτόν αφήνοντας το χνάρι τους σε κάθε σημείο και εξέλιξη του.
"Οι άνθρωποι μπορούν να ξεχάσουν όσα τους πληγώνουν, μα ποτέ όσους τους αγαπούν..."
Διαβάζουμε στο Προλογικό του σημείωμα. Λόγια από την ίδια την συγγραφέα:
Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο με μεγάλη αγάπη για τη γενέτειρά μου, την Ορεστιάδα, στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα, αλλά και για την, κατά το ήμισυ, καταγωγή μου από την Αδριανούπολη και τα κοντινά χωριά της Αμπαλάρ και Ζαλούφι.
Το επίθετο «ακριτικός» ποτέ δεν προσδιόρισε τον τόπο μου. Για μένα η Ορεστιάδα παραμένει μέχρι σήμερα ο σύνδεσμός μου με την αθωότητα της παιδικής μου ηλικίας και το σκίρτημα της επαφής με τους δικούς μου ανθρώπους. Η μυρωδιά από τους μπαξέδες που συναντά κανείς μπαίνοντας από τον συνοριακό σταθμό των Καστανιών στο Κάραγατς, διαπερνά μέχρι και σήμερα έντονα τις αισθήσεις μου, ακόμη κι αν βρίσκομαι πια χιλιόμετρα μακριά. Πολύ συχνά, όταν με ρωτάνε από πού είμαι, θέλω πάντα να αναφέρω τη μείξη μου. Δεν είμαι ένα, είμαι πολλά, όπως και όλοι μας. Μερικές φορές, όμως, διστάζω. Ποιον ενδιαφέρει, σκέφτομαι, πραγματικά η καταγωγή μου; Άλλες φορές απαντώ με ορμή, ίσως και με καμάρι για τις προσφυγικές μου ρίζες. Και σε όσους το κάνουν απλώς για να πιάσουν κουβέντα, απαντώ με ένα ξερό: «από εδώ, βέρα Θεσσαλονικιά». Ωστόσο, για την οικογένεια του μπαμπά μου δεν ξέρω πολλά. Σαν να φύτρωσαν στον ίδιο τόπο. Σαν να τους γέννησε το βουνό. Και η γλώσσα τους ήταν η σλαβομακεδονική. Η γλώσσα του, όμως, ποτέ δεν έφτασε στο σπίτι μας. Ούτε αυτή, ούτε ιστορίες από την οικογένειά του. Σαν να χάθηκαν μαζί με το πέρασμά του στην ενηλικίωση. Στο σπίτι μας μιλούσαμε όλοι θρακιώτικα, ακόμη κι ο μπαμπάς. Ανακατεμένα ελληνικά με τουρκικά και μερικές σκόρπιες λέξεις αρβανίτικα. Εγώ και η αδερφή μου η Λίνα περάσαμε όλη την παιδική μας ηλικία κοντά στην οικογένεια της μαμάς. Μια μεγάλη, διευρυμένη οικογένεια με γιαγιάδες, προγιαγιάδες, θείες και παιδιά. Και είχαν να πουν ιστορίες, πολλές ιστορίες. Ιστορίες για όσα άφησαν, για όσους έχασαν, για όσα δεν ξέχασαν ποτέ. Ιστορίες που κανείς δεν θυμάται πια. Ή μήπως όχι;
Εδώ σας παραθέτω ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ του βιβλίου για να μπείτε και εσείς στο κλίμα του, αλλά και στο ύφος της γραφής του.
Από το Οπισθόφυλλο
Η αληθινή ιστορία της Φανής. Μιας γυναίκας που έμαθε να πορεύεται αντάμα με τον πόνο μέχρι τα στερνά της, που όσο και αν προσπάθησε να κάνει θολές τις εικόνες στο μυαλό της, η θύμηση της γενέθλιας γης θα αποτελεί πάντα σημείο αναφοράς και νοσταλγίας της ζωής που έζησε.
Αδριανούπολη, 1910
Η Φανή, νεαρή ακόμη κοπέλα, βλέπει το πεπρωμένο της να αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Όλοι μακαρίζουν την καλή της τύχη να παντρευτεί τον όμορφο Παναγιώτη, τον γιο ενός πλούσιου μεγαλοκτηματία και να γίνει μέσα σε μια νύχτα η αρχόντισσα της Αδριανούπολης. Ζουν μαζί με τα τρία τους παιδιά μερικά χρόνια απόλυτης ευτυχίας σε μια γη που αναβλύζει αρώματα και καρπούς, μέχρι που η αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 ανατρέπει τις ζωές τους για πάντα.
Η Φανή και ο Παναγιώτης μαζί με τόσους άλλους συμπατριώτες τους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και την εύφορη γη τους και να φτάσουν ως πρόσφυγες στην πονεμένη Ελλάδα του ’22. Η άλλη πλευρά του ποταμού Έβρου θα αγκαλιάσει τα τραύματά τους αλλά δεν θα κλείσει την πληγή του ξεριζωμού. Το χωριό που θα εγκατασταθούν δεν θυμίζει σε τίποτα τον τόπο τους. Σπίτια ερειπωμένα, χώμα και λάσπη παντού. Η πείνα, οι αρρώστιες και η εξαθλίωση θα γίνουν οι άσπονδοι εχθροί τους. Μα η ζωή σε κάνει να παλεύεις, ελπίζοντας να ξαναβρείς τον χαμένο σου παράδεισο…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου