Μια ιστορία αγάπης, έρωτα, µυστηρίου κι ενός συγκλονιστικού µυστικού που έχει αποσιωπήσει ο χρόνος. Ο χρόνος, όµως, αποκαλύπτει τα πάντα και τα φέρνει στο φως και τότε όλα µπορεί να ανατραπούν.
Χασιά, 14 Σεπτέµβρη 1944: Ενώ η καταστροφική λαίλαπα των Γερµανών µαίνεται στο αρβανιτοχώρι, η δεκαεξάχρονη Μαρία, αρχοντοπούλα του τόπου και µοναχοκόρη του Αποστόλη Κόλλια, εξαφανίζεται µυστηριωδώς.
Πειραιάς, 18 Σεπτέµβρη 1966: Ο Αλέξανδρος Αρζινός, κυνηγηµένος για τις άνοµες πράξεις του, µπαρκάρει για έναν προορισµό από τον οποίο δεν πρέπει να επιστρέψει ποτέ.
Μονή Κλειστών, 3 Γενάρη 1974: Τα φαντάσµατα ξυπνούν. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο Αποστόλης Κόλλιας αναζητά τα ίχνη της εξαφανισµένης του κόρης.
Μια περιπέτεια για το κυνήγι του έρωτα, του πλούτου, της επιτυχίας και των ανεκπλήρωτων ονείρων. Άνθρωποι κυριευµένοι από το αρβανίτικο πείσµα και τον άγραφο νόµο της τιµής ακολουθούν πορείες αντίθετες. Ανάµεσά τους αιωρείται ένα συγκλονιστικό µυστικό που όταν αποκαλυφθεί η αγάπη µετατρέπεται σε µίσος, ο έρωτας σε πόνο κι η εκδίκηση σε ενοχή.
Ως πού µπορεί να φτάσει κανείς για να εκπληρώσει τα όνειρά του; Η αγάπη µπορεί να γεννήσει τη συγχώρεση; Ο έρωτας έχει τη δύναµη να αλλάξει τον προορισµό;
Κλείστηκε στον εαυτό του ψηλαφώντας συνεχώς τα µέσα του, σκορπίζοντας τα ενδότερα στους πέντε ωκεανούς και στους τέσσερις ανέµους. Ορισµένες νύχτες νόµιζε πως άγγιζε τα όρια της παραφροσύνης, γιατί, ενώ γνώριζε πως στις θάλασσες δεν πετάνε κουκουβάγιες, εκείνος έβλεπε ανεξήγητα µια κουκουβάγια να αράζει έξω από το φινιστρίνι της καµπίνας του και να κρώζει ασταµάτητα µε τη συριστική φωνή της και τότε αναθυµόταν τους θρύλους που είχε ακούσει γι’ αυτούς τους ορµηνευτές της νύχτας και τον έπιανε τρέµουλο, γιατί πίστευε πως ερχόταν για να προµηνύσει στ’ αφτιά του κάποιον παράξενο χρησµό που δεν µπορούσε να ερµηνεύσει.
Βασισμένο σε αληθινή ιστορία - Από τη συγγραφέα του Bestseller το "Μαύρο νυφικό"
Το βιβλίο κυκλοφορεί φυσικά από τις Εκδόσεις Λιβάνη
Εγραψαν για το βιβλίο:
Εύα Μαράκη στο Βιβλίο της παρέας
📖 Πέμπτη 14 Σεπτέμβρη 1944
ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ του Τίμιου Σταυρού, τα γερμανικά καμιόνια πήραν την ανηφόρα. Οι Γερμανοί αποχώρησαν πάλι την τελευταία στιγμή· τα φονικά όμως συνεχίστηκαν από τους ντόπιους συνεργάτες, που διψούσαν για αίμα. Δεκαοχτώ νεκροί. Ανάμεσά τους κι ένα παιδί – για το λάθος του να βγει με τη σφεντόνα του να κυνηγήσει πουλιά, θανατώθηκε με δεκα εννέα μαχαιριές στο στήθος-, δύο Αθηναίοι περαστικοί, ένα παλικάρι που του έστριψαν τ' αχαμνά μέχρι να ξεψυχήσει.
Στο μεταξύ, εκείνο το χάραμα ο Αποστόλης είδε τα γερμανικά καμιόνια από το ύψωμα και τράβηξε τις γυναίκες σε μια απομακρυσμένη σπηλιά, ξεχασμένη από χρόνια. Κάθισαν κατάχαμα, περιμένοντας να περάσει το κακό. Κάπου κάπου ο αέρας έφερνε από μακριά τους ήχους από φωνές, ουρλιαχτά, τουφεκισμούς. Η Κατίνα μοιρολογούσε, ποιος ήξερε τον πραγματικό λόγο.
Η Μαρία είχε τραβηχτεί σε μια γωνιά με τα πόδια μαζεμένα. Ο Αποστόλης σύρθηκε δίπλα στην κόρη του, την τύλιξε απαλά και τρυφερά στην αγκαλιά του σαν να ήταν μωρό.
Η Μαρία ακουμπούσε ανέκφραστη πάνω του κι έριχνε κλεφτές ματιές στο άνοιγμα της σπηλιάς. Κάθε χάδι του, κάθε τρυφερό του άγγιγμα, κάθε βλέμμα του, γεμάτο αγάπη, την πλήγωνε, τη γέμιζε ενοχές, την έκανε να νιώθει αισχρή, βρομερή, μια άθλια κι ελεεινή ψεύτρα. Είχε πάψει να τον κοιτάει κατάματα, κάθε φορά που τα μάτια του συναντούσαν τα δικά της νόμιζε πως εκείνο το διεισδυτικό βλέμμα του είχε την ικανότητα να κοιτάξει μέσα της, να ανακαλύψει την ασχήμια που έκρυβε.
Μπείτε στην ομάδα μας στο Facebook στην Ανάρτηση του βιβλίου και γράψτε η διαβάστε τα σχόλια άλλων αναγνωστών.
Ψηφιστε στην Δημοσκόπηση μας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου