Είναι ίσως το βιβλίο της δεκαετίας που περιμέναμε όλοι μας, σύνοψη αλλά και ανάπλαση μιας κρίσιμης εποχής στη ζωή του Μάρκες. Σε αυτή τη συναρπαστική διήγηση ο νομπελίστας Κολομβιανός παρουσιάζει τις μνήμες των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, όπου θεμελιώθηκε το φανταστικό, το οποίο, με το χρόνο, θα έδινε τη θέση του σε μερικά θεμελιώδη διηγήματα και μυθιστορήματα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
Αυτά τα «απομνημονεύματα» είναι το «Ζω για να τη διηγούμαι», ένα βιβλίο 568 σελίδων, γεμάτο από τα στοιχεία που κάνουν τα μυθιστορήματά του μαγικά. Γραμμένο σαν μυθιστόρημα, αρχίζει με τον ίδιο τον Γκαμπριέλ φοιτητή, σε ένα ταξίδι επιστροφής στις ρίζες. Πηγαίνουν με τη μητέρα του να πουλήσουν το σπίτι των παππούδων στην Αρακατάκα. Οι μνήμες ξυπνούν, τα ποτάμια, οι βάλτοι, οι φυτείες μπανάνας της United Fruit Company. Τα ξύλινα σπίτια σε στυλ γουέστερν που έφτιαξε η αμερικανική εταιρεία που μονοπωλούσε το εμπόριο μπανάνας. Η προσωρινή ευμάρεια ενός χωριού που έγινε τόπος συγκέντρωσης τυχοδιωκτών. Ο παππούς, πρώην συνταγματάρχης που σκότωσε κάποιον σε μονομαχία τιμής και εγκαταστάθηκε στην Αρακατάκα για να ξεχάσει και να αλλάξει ζωή.
Η μάνα του τον πήγε εκεί υπομένοντας ένα πολύ δύσκολο ταξίδι με θορυβώδες ποταμόπλοιο και τρένο με σπασμένα τζάμια. Πιο πολύ την ενδιέφερε να μιλήσει με τον γιο της, το καμάρι της οικογένειας με τις εξαιρετικές επιδόσεις στο σχολείο, που τώρα ήθελε να παρατήσει τις σπουδές Νομικής για να γίνει συγγραφέας. Η μητέρα πείστηκε εντέλει από τον παλιό γιατρό του χωριού, που ήταν τώρα «πιο γέρος από όλους τους γέρους και όλα τα γέρικα ζώα της γης και της θάλασσας». Ήταν ο ίδιος του οποίου ο μικρός Γκαμπριέλ κάποτε έτρεμε το βλέμμα.
Με αφετηρία αυτό το ταξίδι στη μνήμη ξεδιπλώνεται όλη η παιδική ηλικία του μικρού Γκαμπριέλ. Οι περίπατοι με τον παππού, το σχολείο. Η πρώτη γνωριμία με τη σεξουαλική ζωή έρχεται σε ένα πορνείο όπου τον έστειλε ο πατέρας του να εισπράξει χρήματα για ιατρικές υπηρεσίες. Μια κοπέλα νόμισε ότι τον έστειλε για άλλο λόγο: «Μ έπιασε απ το μπράτσο με το δεξί της χέρι και γλίστρησε το αριστερό της μέσα στο μπροστινό άνοιγμα του παντελονιού. Ένιωσα έναν ηδονικό τρόμο. (...) Μετά με σήκωσε στον αέρα από τις μασχάλες και με έβαλε πάνω της στην κλασική στάση των ιεραποστόλων. Τα υπόλοιπα τα έκανε όλα μόνη της, μέχρι που ξεψύχησα πάνω της τσαλαβουτώντας στην κρεμμυδόσουπα ανάμεσα στα φοραδίσια μπούτια της».
Μετά έρχεται το τέλος της εφηβείας σε σχολείο της Μπογκοτά, κατόπιν η δημοσιογραφία στην Καρταχένα των Ινδιών. Δημοσιεύονται τα πρώτα του διηγήματα σε καλά λογοτεχνικά περιοδικά, κάθεται σε καφενεία δίπλα σε γνωστούς συγγραφείς για να ακούει τι λένε, διαβάζει ακατάπαυστα. Η «Μεταμόρφωση» του Κάφκα είναι το βιβλίο που «άλλαξε τη ζωή» του, για την «Οδύσσεια» του Τζόις νιώθει ότι υπήρξε επιπόλαιος που την άφησε τότε στη μέση. Χρόνια αργότερα τη διάβασε σοβαρά: «Συνετέλεσε στην ανακάλυψη ενός δικού μου κόσμου, που ποτέ δεν είχα υποψιαστεί», ενώ υπήρξε και «ανυπολόγιστης αξίας τεχνική βοήθεια για την απελευθέρωση της γλώσσας, τον χειρισμό του χρόνου και τη δομή των βιβλίων μου».
Το βιβλίο μάς γνωρίζει μια Κολομβία που δεν έχουμε υποψιαστεί. Κυρίως όμως προσφέρει αναπάντεχα στον αναγνώστη, πέραν ενός απολαυστικού μυθιστορηματικού αναγνώσματος, την αποκάλυψη πλήθους στοιχείων και τεχνικών που συνθέτουν τον συγγραφικό κόσμο του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΙΜΠΛΗΣ
ΤΑ ΝΕΑ, 08-03-2003
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου