Στο χωριό τους, μια κοινωνία κλειστή, όπου μοιραία βασίλευαν και όριζαν τη ζωή των ανθρώπων παμπάλαια ήθη και έθιμα, προκαταλήψεις και άγραφοι νόμοι, έφτανε και μια κουβέντα μόνο να στιγματίσει κάποιον βάζοντάς τον στο περιθώριο. Πόσω μάλλον όλο αυτό που έγινε...
Σήκωσαν λοιπόν γύρω τους τείχη ψηλά και έκλεισαν όλους τους άλλους απέξω. Οι πληγές τους ποτέ δεν έκλεισαν. Κακοφόρμισαν μάλιστα και μόλυναν και τους ίδιους.
Ξεκομμένοι ζούσαν εκεί στην άκρη του χωριού, μέχρι που έφυγαν οι παλιοί και έμειναν οι καινούριοι.
Η ιστορία τους όμως κάθε άλλο παρά ξεχάστηκε. Πέρασε από γενιά σε γενιά σαν παραμύθι.
Παραμύθι που ακόμη και ο θάνατος των παλιών δεν μπόρεσε να φέρει και τη δική του λήθη, αλλά σαν ποτάμι παρέσυρε στο διάβα του όλους τους ζωντανούς, επηρεάζοντάς τους και διατηρώντας τους σκιές μέσα στη ζωή.
Πώς να αντέξουν ακόμη ένα στίγμα που θα έφερνε η γέννηση του εξώγαμου παιδιού της Χρυσάνθης;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου