Βράδυ Δευτέρας. Ο ένας απέναντι στον άλλον, παγωμένες εκφράσεις, τη στιγμή που η κρύα κάννη ενός όπλου ανάμεσά τους προκαλεί αμφιβολίες αν η Τρίτη θα ξημερώσει και για τους δύο.
Κάποτε, τα λιγοστά βράδια που έμεναν μαζί ξημέρωναν αλλιώς. Τα κορμιά τους μπλέκονταν μεταξύ τους και οι καυτές ανάσες τους μύρωναν τον έρωτά τους. Δεν υπήρχε καμιά θέση για πόνο και αμφιβολία. Η αγκαλιά τους ήταν ο πιο ασφαλής τόπος του κόσμου.
Εκείνη μια γυναίκα παντρεμένη, με δύο παιδιά, λίγο πριν τα πενήντα της χρόνια. Ένας γάμος χωρίς το χάδι του έρωτα πια, παρά μόνο με συμβιβασμούς και τεράστια οικονομικά προβλήματα, που την είχαν οδηγήσει στο όριο της φτώχειας.
Εκείνος μόλις είκοσι πέντε, άνεργος, αναγκασμένος να ζει με τη μικρή –παράξενη– αδελφή του και έναν πατέρα που γνωρίζει καλά πώς να τους δυναστεύει, μέσω της οικονομικής του κυριαρχίας.
Ένας ύμνος στην παράφορη καρμική αγάπη, στην αγάπη που αγγίζει το όριο της παράνοιας, στην αγάπη που φτάνει ένα βήμα πριν τον θάνατο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου