Θεσπρωτία, 30 Οκτώβρη 1940
Οι οβίδες σφύριζαν με μανία πάνω από τα κεφάλια τους και εκείνοι, τρομοκρατημένοι, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. […]
Η Μάρω, πανιασμένη από τη φωτιά της κόλασης που ξετρύπωνε από τα μαύρα σύννεφα του ουρανού, κρατούσε σφιχτά τον Κωνσταντή στην αγκαλιά της.
Είχε κουρνιάσει σαν το πουλάκι κάτω από ένα δέντρο και προσπαθούσε να προφυλάξει τον εαυτό της και το κατατρομαγμένο παιδί.
Του χάιδευε τα μαλλιά μέσα από την κάπα του και του ψιθύριζε απαλά: «Σ’ αγαπώ, Κωνσταντή μου, σ’ αγαπώ, παιδί μου. Μη φοβάσαι».
Όμως στο μυαλό της ερχόταν και τρύπωνε ο τρόμος· ο τρόμος και η αδικία.
Σκέφτηκε ότι αυτή την ώρα η Ελένη θα είχε σηκωθεί από το κρεβάτι, πετώντας τα σκεπάσματά της. Θα έβγαινε έξω και θα αντίκριζε ένα έρημο και άδειο χωριό. «Της άξιζε!» είπε φωναχτά, δίχως να τη νοιάζει που την άκουγε το παιδί της.
Ωστόσο, μέσα της γνώριζε ότι αυτό που είχαν κάνει στη δύσμοιρη γυναίκα ισοδυναμούσε με θάνατο, ψυχικό και σωματικό.
Ήταν από τις λίγες φορές που η Μάρω επικαλούνταν τη βοήθεια του Θεού: «Θεέ μου, κάνε να μην πέσει το κακό πάνω στο κεφάλι μου.
Δεν έφταιγα μόνον εγώ» παρακάλεσε και στην προσευχή της προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό της – και τις πράξεις της.
Το ψηφιδωτό της Εξομολόγησης
αποκαλύπτεται και καθηλώνει…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου