Μακάρι σήμερα όλοι εμείς οι σύγχρονοι αναγνώστες να επιλέγαμε ένα έστω βιβλίο τον μήνα απο την λεγόμενη κλασσική λογοτεχνία. Να καταλάβουμε την διαφορά του εύπεπτου απο τα βιβλία που κάποτε γεννούσαν προβληματισμούς και στιγμάτιζαν εποχές. Χωρίς να θέλω να θίξω την σύγχρονη λογοτεχνία γιατί πιστεύω και σήμερα πως γράφονται αξιόλογα και θαυμαστά λογοτεχνικά κείμενα. Δεν μπορώ να μην τονίσω πως έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στους παλιούς συγγραφείς ίσως γιατί αυτοί ήταν που με έκαναν να αγαπήσω την λογοτεχνία. Προσπάθεια μου είναι να αναδείξω κάποια βιβλία σταθμούς και μακάρι να σας πείσω όσους δεν τα έχετε διαβάσει να το πραγματοποιήσετε.
Ξεκινάω με τα Βιβλία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και ελπίζω πως και εγώ κάποτε να μπορέσω να τα διαβάσω όλα. Έχω διαβάσει την Φόνισσα, την Γυφτοπούλα, τον Αλιβάνιστο και το Οι Έμποροι των Εθνών. Θα σας τα παρουσιάσω μέσα στον μήνα ξεκινώντας φυσικά με την Φόνισσα. Ξεκινάω με ένα σύντομο Βιογραφικό με στοιχεία που συνέλεξα και επεξεργάστηκα απο το διαδίκτυο.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του κληρικού Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής (Γκιουλιώς) Μωραϊτίδη. Ήταν μάλιστα το τέταρτο παιδί της οικογένειας του. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Τα παιδικά του χρόνια ανέμελα (έχουμε πολλές αναφορές για αυτά τα ανέμελα παιδικά του χρόνια στα βιβλία του). Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου την Τρίτη τάξη γιατί είχε καταργηθεί σχολείο στην Σκιάθο. Τα Γυμνασιακά του χρόνια και αυτά κύλησαν με εμπόδια και πολλές διακοπές λόγω της ανέχειας της οικογένειας του. Τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρόλο που επιθυμία του πατέρα του ήταν να φοιτήσει στην Θεολογική σχολή. Αλλά και από την Φιλοσοφική δεν θα αποφοιτήσει ποτέ. Τον καιρό εκείνο γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες.
Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύει το μυθιστόρημα η "Μετανάστις" στην εφημερίδα "Νεόλογος" το 1879. Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι". Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη" το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ' όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα". Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Δημοσιεύει συνεχώς. Γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς. Οσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους.
Ο σύγχρονος του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέτα με ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα,ξεθωριασμένο ημίψηλο,με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν,είμαι ο εαυτός μου». Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη.
Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.
Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος και άλλοι) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η γλώσσα και τα αμφιλεγόμενα λογοτεχνικά στοιχεία που χρησιμοποιεί. Οι κοινωνικές συνθήκες που αγγίζει θα γίνουν όπλα από την σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά για να μειώσουν την αξία του, καθώς θα θεωρήσουν ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικοπλαστικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία. Ενώ του αποδίδουν προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι υπέρμαχοι της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πολλές και διάφορες εκφάνσεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που κατακεραυνώνει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να κριτικάρει οξύτατα, πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές και σαγηνευτικές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί.
Μακάρι να μπορούσαμε να δούμε ολόπλευρα την γοητευτική και παράλληλα λογοτεχνική όψη των κειμένων του.
Το νησί του η Σκιάθος νομίζω του χρωστά πολλά. Ποιος άραγε έχει επισκεφτεί την Σκιάθο και δεν έχει ψάξει να βρει το Σπίτι του Παπαδιαμάντη για να το επισκεφτεί μιας και λειτουργεί ως μουσείο Πολιτιστικής κληρονομιάς;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου