Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μαουτχάουζεν Ιάκωβος Καμπανέλλης



Στις 5 του Μάη, λίγο πριν απ' το μεσημέρι, ένα θεόρατο αμερικάνικο τάνκ, καπνισμένο και σημαδεμένο απ' τον πόλεμο, γκρέμισε την πύλη του Μάουτχάουζεν και μπήκε στον περίβολο. Κι αυτό το θεόσταλτο άρμα της ελευθερίας ήταν, λέει, ένα από τα αμέτρητα κι ακατανίκητα της ενδεκάτης ταξιαρχίας αρμάτων της τρίτης αμερικανικής Στρατιάς που διοικούσε κάποιος σπουδαίος στρατηγός ονόματι Τζώρτζ Πάττον!...Τι ωραία λόγια, τι ουράνιες ειδήσεις... Οι πολεμιστές μας κοίταζαν σαστισμένοι, περήφανοι, περίλυποι....Καλά που κάνανε και μείνανε εκεί ψηλά, στη ράχη του τάνκ. Γλιτώσανε από τόσες μάχες. Απ' τη χαρά μας δε θα γλιτώνανε. Ουρλιάζαμε, ξεσκίζαμε τα ρούχα μας, ταρακουνιόμαστε σα διαμονισμένοι. Στριμωχνόμαστε, ποδοπατιόμαστε, για να φτάσουμε κοντά στο τανκ. Πολλοί πέφτανε πάνω και φιλούσανε τα καπνισμένα σιδερικά κι άλλοι χτυπούσανε τα κεφάλια τους και κλαίγανε.

Ο αμερικάνος διοικητής με φώναξε στο γραφείο του. Ακούμπησε φιλικά το χέρι στον ώμο μου και μου είπε: «... οι Έλληνες μπορούν να φύγουν σε τρεις μέρες. Αυτοκίνητα και τραίνα είναι όλα ταχτοποιημένα. Είμαι πολύ ευτυχής που μπόρεσα να βοηθήσω Έλληνες κρατούμενους».Γράψαμε την ανακοίνωση για την αναχώρηση σε μεγάλο χαρτί, σωστή ταμπέλα, και την κρεμάσαμε στο παράθυρο. Πήγαμε και στην παράγκα για να το πούμε σ’ όσους ήταν εκεί. Άλλοι αρχίσανε να χοροπηδάνε, άλλοι δεν είπαν τίποτα και μόνο που ανάψανε τσιγάρο. Τον Ξεκαρδάκη όμως τον πνίξανε τα κλάματα και το παράπονο:–  Να, τώρα φεύγουμε, γυρίζουμε πίσω και δεν έχω τίποτα να τους πάω...–  Σε ποιους δεν έχεις να πας τίποτα;–  Στα παιδιά μου, στη γυναίκα μου!–  Τι να τους πας, μωρέ Ξεκαρδάκη;–  Ένα δωράκι, ανάθεμά με, τόσον καιρό λείπω και θα πάω με άδεια χέρια!...–  Και πού ήσουνα για να τους πας δώρα; Για αναψυχή είχες πάει;–  Τι σημασία έχει, έλειπα τόσον καιρό, για δεν έλειπα;–  Δε φτάνει που θα τους πας πίσω ζωντανός, τα δώρα σκέφτεσαι;–  Μα οι ζωντανοί πάνε δώρα, μωρέ. Οι πεθαμένοι παίρνουνε. Ίντα να βρω τώρα να τους πάω;Έμεινε αμετάπειστος κι απαρηγόρητος. Και να σκεφτείς πως τέσσερις μέρες πριν μπουν τ’ αμερικάνικα τανκς στο Μαουτχάουζεν, ο Ξεκαρδάκης βρισκόταν στην ουρά των μελλοθανάτων που περίμεναν τη σειρά τους έξω απ’ το κρεματόριουμ.



Τον καιρό εκείνο, κάθε Κυριακή που δε δουλεύαμε στέκαμε ώρες ολόκληρες και κοιτάζαμε τις γυναίκες που και κείνες βγαίναν απ' τ' αντίσκηνα και μας κοιτάζανε. Η απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη. Είναι ζήτημα αν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε κι αν ακόμη φωνάζαμε. Κάτι τέτοιο φυσικά κανείς δεν ξεθάρρευε να το δοκιμάσει. Ούτε χρειαζόταν. Αυτό το σιωπηλό αλληλοκοίταγμα που περνούσε δυο φράχτες από συρματόπλεγμα δεν είχε ανάγκη από μιλιά. Ήταν οι ώρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν.
Όμως σκέψου... Αυτές οι γυναίκες κι αυτοί οι άντρες που αλληλοκοιτάζονταν σιωπηλά επί ώρες ατελείωτες ήταν ντυμένοι με τα ίδια ριγωτά, ξεθωριασμένα, χιλιοφορεμένα ρούχα του κάτεργου. Τα σώματά τους ήταν πετσί και κόκαλο, τα μαγουλά τους ρουφηγμένα και μαλλιαρά απ' την αβιταμίνωση. Τα μαλλιά κουρεμένα με μια λουρίδα ξυρισμένη στη μέση, απ' το κούτελο ως το σβέρκο. Μόνο τα μάτια ήταν πιο μεγάλα και πιο βαθιά από άλλοτε για να χωράει ο φόβος.
Το ηλεκτροφόρο με το ρεύμα υψηλής τάσης και το συρματόπλεγμα με τις σκοπιές δεν ήταν μια απλή τεχνική εγκατάσταση, ένας αδιάβατος φράχτης. Εδώ μια διαταγή όριζε να χωριστεί τελεσίδικα τ' αρσενικό απ' το θηλυκό. Μια διαταγή σε μέγεθος μοίρας. Μια διάσπαση του αιωνίου ζεύγους. Ένα παραφύση κόψιμο των από ουρανό και γη ταγμένων να «έσονται εις σάρκαν μίαν


Στο Ες – Ες Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν έμεινα κρατούμενος απ’ το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το τέλος του πολέμου. Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε και μόνο τώρα νιώθω σε θέση να θίξω και να καταγράψω το μέρος αυτό της ζωής μου και της ζωής τόσων άλλων. Σήμερα που βλέπω τη «συνάντηση» του «παρελθόντος» με το παρόν, ξεκαθαρίζουν στη σκέψη μου γεγονότα που δεν είχα καταλάβει. Ίσως να τα κατάλαβα τώρα.Οι σελίδες αυτές αρχίζουν με την απελευθέρωση του Μαουτχάουζεν, στις 5 Μαΐου 1945. Με γυρίσματα προς τα πίσω ξαναζωντανεύει η εποχή όπου το Μαουτχάουζεν ήταν Ες-Ες Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως και Εξοντώσεως. SS Konzentrazion und Vernichtungs Lager.Η αφήγηση παρακολουθεί τους απελευθερωμένους ως την ημέρα που πήραν το δρόμο για νέα τους ζωή, στη μεταπολεμική Ευρώπη.Το «Μαουτχάουζεν» είναι μια «αληθινή» ιστορία, όπως την ξανάζησα τις ώρες που ξανάβλεπα παλιές σημειώσεις και προσπαθούσα να τη «θυμηθώ». 
Κείμενο του Ι. Καμπανέλλη για το χρονικό Μαουτχάουζεν, γραμμένο το 1963.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Κριτική μου "Το κορίτσι με το σαλιγκάρι" Πηνελόπη Κουρτζή - Γράφει η Γεωργία Ρετετάκου

 Μια Μοναδική εποχή. Ένα Παγκόσμιο φαινόμενο που καθόρισε ζωές, αξίες, αντιλήψεις και δημιούργησε ένα πρωτότυπο άβατο στην Ελληνική κοινωνία στα τέλη της δεκαετίας του 60 και στην δεκαετία του 70, αποτελεί το κεντρικό θέμα του τελευταίου μυθιστορήματος της Πηνελόπης Κουρτζή "Το κορίτσι με το σαλιγκάρι." Με φόντο την παραλία των Ματάλων στην Κρήτη παρακολουθούμε μια ιστορία γεμάτη ένταση, ανατροπές και κυρίως μεταστροφές. Μέσα από την προσέγγιση μιας ζωής που μοιάζει ανοίκεια, αλλά μετατρέπεται σε έναν κόσμο που αλλάζει μέσα από την επαφή με την φύση, την θάλασσα, τον πρωτόγονο τρόπο ζωής και την πραγματική επαφή με τους ανθρώπους.  Η Υπατία είναι μια γυναίκα εύθραυστη, μεγαλωμένη μέσα σε μια υπερπροστευτική οικογένεια που την εγκλώβισε μέσα σε μια ζωή χωρίς πρωτοβουλίες και χωρίς ελευθερία. Επιστρέφει από το Λονδίνο τον Μάρτιο του 1969 έχοντας στις αποσκευές της ένα πληγωμένο σαλιγκάρι. Όπως και το σαλιγκάρι με το σκασμένο καβούκι έτσι και εκείνη με σπασμένο κέλυφος βγαίνει α

Η Κριτική μου για το " Όλο το Φως που δεν μπορούμε να δούμε " Άντονυ Ντορ

Γράφει η Γεωργία Ρετετάκου Με δυο παράλληλες ιστορίες αυτή της Μαρί Λορ Λεμπλάν, ενός τυφλού κοριτσιού από την Γαλλία. Και αυτή του Βέρνερ Πφέννιχ ενός ορφανού αγοριού από την Γερμανία μαθαίνουμε με έναν εξαιρετικά διαφορετικό τρόπο το φως και το σκοτάδι του πολέμου. Το φως και το σκοτάδι της Ψυχής των ανθρώπων. Η Μαρί Λορ έχει μάθει να ζεί στο σκοτάδι απο πολύ μικρή ηλικία, ζει με τον πατέρα της ο οποίος είναι κλειθροποιός στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας στο Παρίσι. Μαθαίνει να ζει και να κινείται μέσα στην γειτονία που κατοικεί απομνημονεύοντας την διαδρομή που βασίζεται σε μια μακέτα που έχει κατασκευάσει ο πατέρας της και αποτελεί πανομοιότυπη απομίμηση και της παραμικρής λεπτομέρειας της γειτονίας. Ψηλαφώντας και απομνημονεύοντας τις λεπτομέρειες μπορεί να βαδίζει μέσα στα στενά σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Να εξερευνά, να φαντάζεται και να ονειρεύεται.  Όταν όμως οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το Παρίσι πατέρας και κόρη αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να καταφ

Η Κριτική μου για το " Αμαλία " Σπύρος Πετρουλάκης

Γράφει η Γεωργία Ρετετάκου Η Αμαλία είναι το τέταρτο βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη που διαβάζω. Ένα Βιβλίο εντελώς διαφορετικό απο τα προηγούμενα του. Τόσο στον ρυθμό, όσο και στην εξέλιξη του. Ένα Βιβλίο με δυνατές εικόνες που κάνουν επίθεση στο μυαλό. Με σκηνές σαν μέταλλο σκληρές. Που γεμίζουν με ένταση την καρδιά του Αναγνώστη. Αλλά και εύπλαστες που χαλαρώνουν όταν το μυαλό και η ψυχή του δεν αντέχει άλλο. Η Ιστορία εναλλάσσετε ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Με σωστές και ισορροπημένες τοποθετήσεις που εντείνουν την αγωνία και ανεβάζουν κατακόρυφα το μυστήριο. 35 Χρόνια πριν σε ένα ορεινό χωριό της Κορινθίας σε μια κλειστή κοινωνία η εξαφάνιση της γιαγιάς Αμαλίας προβληματίζει αλλά και αρχίζει να βάζει σε ένα περίεργο ρυθμό εξελίξεις που κανείς δεν μπορεί να καθορίσει και να υπολογίσει την πορεία τους. Μια οικογένεια που ζει μέσα σε ένα κλίμα που το τρέφει η δειλία και η βία. Ένα χάρισμα δοσμένο σαν βαριά κληρονομία. Ένας φθόνος που πηγάζει από σκοτεινά και απροσδιόριστ