Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κόκκινη μεταξωτή κορδέλα Lucy Adlington


Σε κάποια άλλη ζωή μπορεί να ήμασταν φίλες.
Μα βρισκόμασταν στο Μπέρτσγουντ...
Μου άρεσε να ράβω όμορφα μεταξωτά φορέματα με δαντέλες. Όταν η γιαγιά μου άνοιγε το καπάκι της ραπτομηχανής και έβλεπα στη σειρά τα μασούρια με τις πράσινες, κίτρινες, κόκκινες, γκρίζες, λευκές και ροζ κλωστές ονειρευόμουν πως μεγαλώνοντας θα είχα το δικό μου εργαστήριο. Τότε πιστεύαμε πως ο πόλεμος ήταν κάτι που συνέβαινε κάπου αλλού· ήρθε όμως στην πόλη μας και μας άρπαξε. Στοίβαξε χιλιάδες ανθρώπους σε τούτο το μέρος και, μαζί με μένα, τη Ρόουζ, τη Μάρτα και την Κάρλα.

Πάνω από τους φράχτες με το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, ο ήλιος δεν ξεχώριζε στο γκρίζο. Στοιχιζόμασταν σε σειρές των πέντε, όλες με ριγέ στολή, και μετά τρέχαμε στο ατελιέ ραπτικής του στρατοπέδου. Εκεί, ανάμεσα στα πανάκριβα υφάσματα και στις απαιτητικές κυρίες των αξιωματικών, μέρα με τη μέρα ψαλιδίζονταν οι ελπίδες μας.
Εκείνο το πρωινό είχα δέσει κρυφά την κόκκινη μεταξωτή κορδέλα γύρω από τον λαιμό μου. Και για πρώτη φορά από τότε που βρέθηκα στο Μπέρτσγουντ ένιωσα πραγματικός άνθρωπος.
Έλλα, 1944

«Το πρώτο πράγμα που έκαναν Αυτοί όταν φτάσαμε ήταν να μας ξεγυμνώσουν. Λίγα μόλις λεπτά αφότου κατεβήκαμε από το τρένο, μας ταξινόμησαν σε αρσενικά και θηλυκά. Μας έχωσαν σε ένα δωμάτιο και μας είπαν να γδυθούμε μπροστά σε όλους· ούτε τα εσώρουχα δεν επιτρέπονταν. Μετά μας έκοψαν τα μαλλιά και μας έδωσαν κάτι ριγέ φόρμες από τσουβάλι. Όπως ήμασταν ντυμένοι στα ριγέ, τρέχαμε τριγύρω σαν αγέλη από αφηνιασμένες ζέβρες. Δεν ήμασταν άνθρωποι πια, ήμασταν νούμερα. Μπορούσαν να μας κάνουν ό,τι ήθελαν. Η σύζυγος του διοικητή Ρούντολφ Ες, Χέντβιχ Ες, είχε επιστρατεύσει είκοσι τρεις κρατούμενες, οι οποίες έτυχε να γνωρίζουν ραπτική, για να σχεδιάζουν τη νέα γκαρνταρόμπα της. Έστησε ένα εργαστήριο μέσα στο στρατόπεδο, ώστε να μπορούν όλες οι σύζυγοι των αξιωματικών αλλά και οι γυναίκες φρουροί να φοράνε τα ομορφότερα μοντέρνα ρούχα».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Κριτική μου "Το κορίτσι με το σαλιγκάρι" Πηνελόπη Κουρτζή - Γράφει η Γεωργία Ρετετάκου

 Μια Μοναδική εποχή. Ένα Παγκόσμιο φαινόμενο που καθόρισε ζωές, αξίες, αντιλήψεις και δημιούργησε ένα πρωτότυπο άβατο στην Ελληνική κοινωνία στα τέλη της δεκαετίας του 60 και στην δεκαετία του 70, αποτελεί το κεντρικό θέμα του τελευταίου μυθιστορήματος της Πηνελόπης Κουρτζή "Το κορίτσι με το σαλιγκάρι." Με φόντο την παραλία των Ματάλων στην Κρήτη παρακολουθούμε μια ιστορία γεμάτη ένταση, ανατροπές και κυρίως μεταστροφές. Μέσα από την προσέγγιση μιας ζωής που μοιάζει ανοίκεια, αλλά μετατρέπεται σε έναν κόσμο που αλλάζει μέσα από την επαφή με την φύση, την θάλασσα, τον πρωτόγονο τρόπο ζωής και την πραγματική επαφή με τους ανθρώπους.  Η Υπατία είναι μια γυναίκα εύθραυστη, μεγαλωμένη μέσα σε μια υπερπροστευτική οικογένεια που την εγκλώβισε μέσα σε μια ζωή χωρίς πρωτοβουλίες και χωρίς ελευθερία. Επιστρέφει από το Λονδίνο τον Μάρτιο του 1969 έχοντας στις αποσκευές της ένα πληγωμένο σαλιγκάρι. Όπως και το σαλιγκάρι με το σκασμένο καβούκι έτσι και εκείνη με σπασμένο κέλυφος βγαίνει α

Η Κριτική μου για το " Όλο το Φως που δεν μπορούμε να δούμε " Άντονυ Ντορ

Γράφει η Γεωργία Ρετετάκου Με δυο παράλληλες ιστορίες αυτή της Μαρί Λορ Λεμπλάν, ενός τυφλού κοριτσιού από την Γαλλία. Και αυτή του Βέρνερ Πφέννιχ ενός ορφανού αγοριού από την Γερμανία μαθαίνουμε με έναν εξαιρετικά διαφορετικό τρόπο το φως και το σκοτάδι του πολέμου. Το φως και το σκοτάδι της Ψυχής των ανθρώπων. Η Μαρί Λορ έχει μάθει να ζεί στο σκοτάδι απο πολύ μικρή ηλικία, ζει με τον πατέρα της ο οποίος είναι κλειθροποιός στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας στο Παρίσι. Μαθαίνει να ζει και να κινείται μέσα στην γειτονία που κατοικεί απομνημονεύοντας την διαδρομή που βασίζεται σε μια μακέτα που έχει κατασκευάσει ο πατέρας της και αποτελεί πανομοιότυπη απομίμηση και της παραμικρής λεπτομέρειας της γειτονίας. Ψηλαφώντας και απομνημονεύοντας τις λεπτομέρειες μπορεί να βαδίζει μέσα στα στενά σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Να εξερευνά, να φαντάζεται και να ονειρεύεται.  Όταν όμως οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το Παρίσι πατέρας και κόρη αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να καταφ

Η Κριτική μου "Λέγε με Ισμαήλ" Τέσυ Μπαϊλα Εκδόσεις Ψυχογιός - Γράφει η Γεωργία Ρετετάκου

  Η Τέσυ Μπάϊλα είναι μια συγγραφέας που ακολουθώ από την πρώτη στιγμή που διάβασα δικό της βιβλίο. Έχει έναν δικό της προσωπικό στίγμα στην λογοτεχνία και ένα ιδιαίτερο τρόπο να σε κάνει να κατανοείς και τα ανθρώπινα συναισθήματα, αλλά κυρίως τις ανθρώπινες πράξεις φτάνοντας κατευθείαν στις αιτίες οι οποίες και τις κατευθύνουν, αλλά και μπορούν να τις αλλάξουν. Το μυθιστόρημα κινείται χρονικά ανάμεσα στα γεγονότα του 1955 στα Σεπτεμβριανά και στην απέλαση την Ελλήνων υπηκόων το 1964. Η Κωνσταντινούπολη γίνεται ο συνδετικός κρίκος που ενώνει και ανακατεύει αρμονικά συναισθήματα, βιώματα και συνήθειες και παράλληλα γίνεται το μήλο της έριδας για μίση, για αντιπαλότητες και διεκδικήσεις που γεννά η ανθρώπινη απληστία, και τα πολιτικά συμφέροντα.  Τόπος εξέλιξης της ιστορίας μια γειτονιά στο Πέρα, που κινούνται και πρωταγωνιστούν χαρακτήρες που μένουν ανεξίτηλα χαραγμένοι στο μυαλό του αναγνώστη γιατί ο καθένας από αυτούς κουβαλά την δικιά του ξεχωριστή ιστορία. Ο Ισμαήλ ο Tούρκος καφετζή