Ένα απο τα Βιβλία που αποτέλεσε για μένα την μεγάλη έκπληξη φέτος ήταν το Βιβλίο ενός νέου παιδιού και πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του Γιάννη Κυζιρόπουλου. Το βιβλίο του με τον Τίτλο "Απο Μέσα Πεθαμένοι" διαπραγματεύεται πολλά ζητήματα που απασχολούν την σημερινή κοινωνία, και πως αυτά βιώνονται και επεξεργάζονται στο μυαλό και στην ψυχή ενός εφήβου. Το Βιβλίο αυτό το προτείνω ανεπιφύλαχτα γιατί είναι σύγχρονο, επίκαιρο, ώριμο και κυρίως καλογραμμένο. Θίγει πραγματικά κοινωνικά θέματα με εύστοχο τρόπο φτάνοντας στην πραγματική ουσία των πραγμάτων, κάτι που λίγα βιβλία σήμερα το επιτυγχάνουν.
Έχουμε λοιπόν την τιμή σήμερα να φιλοξενούμε στο blog μας τον Γιάννη Κυζιρόπουλο για μια συνέντευξη γνωριμίας μαζί του και μια χαρακτηριστική ξενάγηση στο Βιβλίο του "Απο Μέσα Πεθαμένοι " που Κυκλοφορεί απο τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ.
-Για ποιο λόγο αποφάσισες να ασχοληθείς με την συγγραφή;
Ήταν περισσότερο «ανάγκη», παρά απόφαση. Από όταν βρισκόμουν ακόμη στο γυμνάσιο διατηρούσα ένα Blog στο οποίο έγραφα τις σκέψεις μου, ανώνυμα, και αυτό λειτουργούσε σαν ψυχοθεραπεία, βοηθούσε στην αποσυμφόρηση του μυαλού και του θυμικού μου. Με τον καιρό συνειδητοποίησα πως η συγγραφή —είτε είχα ταλέντο σ’αυτήν, είτε όχι— μου ήταν απαραίτητη, συνιστούσε ένα από τα λίγα πράγματα που με «γέμιζαν», δρούσε λυτρωτικά —τις περισσότερες φορές.Μετά από χρόνια εσωτερικής αναζήτησης, κατάφερα να καταλήξω στους δύο λόγους για τους οποίους γράφω. Ο πρώτος ήταν λίγο πολύ γνωστός και προφανής, ήταν η ανάγκη έκφρασης, η ανάγκη του «να το βγάλω από μέσα μου», ώστε να μην εκραγώ. Ο δεύτερος λόγος, ήταν η ανάγκη μου για επικοινωνία με αυτούς τους λιγοστούς ανθρώπους που θα με «ένιωθαν», που αισθάνονταν όπως εγώ, κι ας βρίσκονταν διασκορπισμένοι σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Ονειρευόμουν πως το βιβλίο θα έφτανε κάπως με κάποιο τρόπο σε αυτούς τους ανθρώπους, και ακόμη κι αν δεν ξέραμε τίποτα ό ένας για τον άλλο, πως μοιάζει η φωνή, η μορφή, ή το πρόσωπό μας, θα «επικοινωνούσαμε» απόλυτα και αληθινά, και θα νιώθαμε κάπως λιγότερο μόνοι.
-Ο τίτλος του Πρώτου σου Βιβλίου ιδιαίτερος « Από Μέσα Πεθαμένοι». Μίλησε μας λίγο για το πώς τον εμπνεύστηκες και ποιο μήνυμα θέλεις να περάσεις μέσα απο αυτό το πρώτο σου Βιβλίο;
Αρχικά είχα στο μυαλό μου έναν άλλο τίτλο, αλλά ένιωθα πως δεν ήταν ο κατάλληλος κι έτσι έστειλα ένα ανώνυμο βιβλίο στους εκδοτικούς —πολύ μεγάλη γκάφα αυτή... Κάποια μέρα που είχα βάλει να ακούσω μερικά παλιά αγαπημένα μου τραγούδια, έπεσα πάνω στο ομώνυμο κομμάτι του Αττίκ, και ακούγοντας ξανά τους στίχους και την μουσική του, άισθανθηκα όπως οι κεραυνοβόλα ερωτευμένοι την πρώτη φορά που αντικρίζουν ο ένας τον άλλο, ήξερα αμέσως πως ήταν αυτό ακριβώς που έψαχνα.
Ως έναν βαθμό, το βιβλίο έχει να κάνει με την οδυνηρή διαδικασία της ενηλικίωσης, και τις θλιβερές συνειδητοποιήσεις που την συνοδεύουν. Περικλείονται αρκετά ακόμη μηνύματα —κάποια από αυτά είναι αντιπροσωπευτικά του τίτλου— αλλά δεν συνιστούν κάποιον αυτοσκοπό. Το θέμα είναι τι συναισθήματα και συμπεράσματα θα γεννηθούν στον αναγνώστη. Άλλωστε η Τέχνη —αν μπορεί να θεωρηθεί και το βιβλίο μου κομμάτι της, βέβαια...— αντικατοπτρίζει την ψυχή αυτού που την απολαμβάνει.
Ως έναν βαθμό, το βιβλίο έχει να κάνει με την οδυνηρή διαδικασία της ενηλικίωσης, και τις θλιβερές συνειδητοποιήσεις που την συνοδεύουν. Περικλείονται αρκετά ακόμη μηνύματα —κάποια από αυτά είναι αντιπροσωπευτικά του τίτλου— αλλά δεν συνιστούν κάποιον αυτοσκοπό. Το θέμα είναι τι συναισθήματα και συμπεράσματα θα γεννηθούν στον αναγνώστη. Άλλωστε η Τέχνη —αν μπορεί να θεωρηθεί και το βιβλίο μου κομμάτι της, βέβαια...— αντικατοπτρίζει την ψυχή αυτού που την απολαμβάνει.
-Ποιος είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας και ποιο το αγαπημένο σου Βιβλίο;
Ο Καζαντζάκης, με διαφορά, και έπειτα οι «κλασικοί» και οι «καταραμένοι». Από ποίηση, αγαπώ πάααρα πολύ την Δημουλά, τον Λειβαδίτη, τον Χριστιανόπουλο και τον Σεφέρη.
«Ο Μαύρος Κύκνος», του David Mitchell είναι για μένα ορόσημο. Μπορεί να μην είναι το πιο αγαπημένο μου με αντικειμενικά λογοτεχνικά κριτήρια, αλλά διαβάζοντάς το στην εφηβεία μου, κατάλαβα για πρώτη φορά πως ήθελα να γράφω.
«Ο Μαύρος Κύκνος», του David Mitchell είναι για μένα ορόσημο. Μπορεί να μην είναι το πιο αγαπημένο μου με αντικειμενικά λογοτεχνικά κριτήρια, αλλά διαβάζοντάς το στην εφηβεία μου, κατάλαβα για πρώτη φορά πως ήθελα να γράφω.
-Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος για κάποιον που έχει γράψει ένα βιβλίο και θέλει να το εκδώσει; Μίλησε μας λίγο για σένα. Έγραψες ένα βιβλίο και θέλησες να το βγάλεις προς τα έξω. Βρήκες πολλά εμπόδια στον δρόμο σου;
Όταν ολοκλήρωσα το βιβλίο, το έστειλα με ηλεκτρονική μορφή —δεν είχα τα λεφτά να το εκτυπώσω— σε περίπου 15 εκδοτικούς· σχεδόν σε κανέναν από τους μεγάλους, καθώς ήξερα πως οι πιθανότητές μου ήταν απειροελάχιστες. Από αυτούς, απάντησαν περίπου οι 5, κάποιοι απλώς αρνήθηκαν ευγενικά, και κάποιοι νοιάστηκαν αληθινά —και τους εκτιμώ μέσα από την καρδιά μου γι’ αυτό—, ωστόσο το περιορισμένο εν δυνάμει κοινό του βιβλίου (νεανικό-εφηβικό) και το ότι ήμουν εντελώς άγνωστος, αποτέλεσε ένα σοβαρό και εν τέλει απροσπέλαστο εμπόδιο.Λίγο πριν απελπιστώ τελείως και τα παρατήσω, ανακάλυψα έναν «φρεσκοληγμένο» (3 μέρες νωρίτερα) διαγωνισμό για νέους συγγραφείς από τις εκδόσεις Όστρια, και έστειλα αμέσως το βιβλίο μου, έστω και εκπρόθεσμα. Δύο βδομάδες μετά, έμαθα πως είχα κερδίσει και πως η πολυπόθητη έκδοση θα ήταν επιτέλους γεγονός!
Πολυλογώ νομίζω τώρα, μα θα ήθελα να τονίσω πως για μένα ήταν εξαιρετικά σημαντική η αποδοχή, η προσοχή και ο σεβασμός με τον οποίο φέρθηκε και σε μένα και στο βιβλίο μου η βιβλιοφιλική κοινότητα στο Facebook, και είναι κάποια άτομα που πραγματικά δεν θα τα ξεχάσω ποτέ και θα τα έχω πάντα βαθιά μέσα στην καρδιά μου για την —ανέλπιστη και ανιδιοτελή— καλοσύνη με την οποία αγκάλιασαν το βιβλίο εξαρχής. Ένα από αυτά τα άτομα ήσασταν κι εσείς κυρία Ρετετάκου, και σας είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.
-Ο Παύλος ο ήρωας σου είναι ένα δεκαεπτάχρονο παιδί. Μελαγχολικός αλλά και ανήσυχος. Εγώ θα τον χαρακτήριζα πολύ ώριμο για την ηλικία του, αλλά και πολύ ευαίσθητο. Δυνατός αλλά και συνάμα εύθραυστος. Αν θες μίλησε μας εσύ λίγο για τον ήρωα σου που έπλασε η φαντασία σου.
Ο Παύλος αποτελεί κατά κάποιον τρόπο έναν «τραγικό ήρωα». Τον δημιούργησα έχοντας στο μυαλό μου να πλάσω τον πρωταγωνιστή ενός «εφηβικού νεονουάρ», ενός «εφηβικού έπους», δηλαδή δεν πρόκειται για έναν μέσο έφηβο, τα στοιχεία του χαρακτήρα του είναι ενισχυμένα μέσω μια συνειδητής υπερβολής. Για παράδειγμα, ακόμη κι αν έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τον εφηβικό μου εαυτό, πολλές φορές σκεφτόμουν πως αν υπήρχε στην πραγματικότητα, θα ήταν πολύ καλύτερος άνθρωπος από μένα· πολύ πιο ευαίσθητος, πολύ πιο θαρραλέος, πολύ πιο ηθικός, και πολύ πιο δίκαιος· θα ήμουν ένα τίποτα μπροστά του.
Ίσως η κατάρα του να είναι πως αισθάνεται σαν να έχει την ευθύνη όλων όσων πρέπει να διορθωθούν ή να σωθούν σ’ αυτόν τον κόσμο.
Αν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι σαν τον Παύλο, ο κόσμος σίγουρα θα ήταν ένα πολύ πιο όμορφο μέρος.
Ίσως η κατάρα του να είναι πως αισθάνεται σαν να έχει την ευθύνη όλων όσων πρέπει να διορθωθούν ή να σωθούν σ’ αυτόν τον κόσμο.
Αν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι σαν τον Παύλο, ο κόσμος σίγουρα θα ήταν ένα πολύ πιο όμορφο μέρος.
-Πόσο σε παίδεψε η σκιαγράφηση του κεντρικού σου χαρακτήρα του Παύλου; Έχεις κάνει τόσο καλή δουλειά με την ακτινογραφία της προσωπικότητας του που ήταν σαν να περπατούσα πλάι του όταν διάβαζα το βιβλίο. Σαν να άκουγα την κραυγή της αγωνίας του.
Ήθελα να επικεντρωθώ στον κεντρικό ήρωα με τέτοιο τρόπο, ώστε ο αναγνώστης να ένιωθε πως παρακολουθεί μια ταινία μέσα από τα μάτια αλλά και το μυαλό του πρωταγωνιστή. Δεν ξέρω κατά πόσο το κατάφερα, αλλά ήθελα το βιβλίο να βιώνεται και «κινηματογραφικά», μέσω της πλοκής, αλλά και «αναγνωστικά», μέσω των εσωτερικών μονολόγων και σκέψεων.
-Πιστεύεις πως παιδιά της ηλικίας του Παύλου έχουν την δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο σήμερα; Αν ναι, με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να ξεκινήσουν αυτή την αλλαγή;
-Στα βιβλία που διαβάζεις ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που σου τραβάει την προσοχή; Ποια είναι η συνταγή του Βιβλίου που θα σε έκανε να το λατρέψεις;
Γενικά ελκύομαι από ιστορίες που έχουν σκοπό κάτι να πουν, να προβληματίσουν, να επικοινωνήσουν, να ψυχαγωγήσουν ουσιαστικά, και όχι απλά να διασκεδάσουν· με λίγα λόγια, να έχουν πραγματικό λόγο ύπαρξης, να μην νιώθω στο τέλος πως έχω σπαταλήσει τον χρόνο μου σε ένα ακόμη επιφανειακό, πολυσέλιδο κλισέ. Από κει και πέρα, έχω μια αδυναμία σε χαρακτήρες με έντονες εσωτερικές διαμάχες, που πολεμούν με τα πάθη και τους δαίμονές τους, μου φαίνονται ρεαλιστικοί και απολύτως ανθρώπινοι, και αυτό με συγκινεί. Από την αρχαία Ελλάδα ακόμη, αυτή η διαρκής, αρχέγονη, ταυτισμένη με την ανθρώπινη φύση εσωτερική πάλη ήταν που γοήτευε τους ανθρώπους και έγραψαν τις τόσο αριστουργηματικές αρχαίες τραγωδίες.
-Άλλαξε κάτι στον χαρακτήρα ή στην στάση ζωής σου η ενασχόληση σου με την συγγραφή;
Κάποιος μου είχε πει πως το «γράψιμο» αποτελεί μια ανάγκη των —λιγότερο ή περισσότερο— μοναχικών και προβληματικών ανθρώπων. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν άλλαξε τίποτα από τα δύο, οπότε θα συνεχίσω να προσπαθώ να γράφω!
-Ποιο είναι το βιβλίο που διάβασες και αγάπησες μέσα στο 2017;
Για να είμαι ειλικρινής, πέρασα το 2017 διαβάζοντας κυρίως κοινωνιολογικά, και επιστημονικά βιβλία, καθώς και τα «Άπαντα» πολλών Ελλήνων ποιητών που είχα παραμελήσει. Από τα λιγοστά μυθιστορήματα που διάβασα, ξεχώρισε «Η Δίκη» του Κάφκα και —ανεξαρτήτως της γενικότερης μη θετικής άποψής μου για το πρόσωπό του, λόγω των όσων έχει πει και κάνει— το «Παυσίπονο» του Τατσόπουλου, ένα εξαιρετικό βιβλίο που είχε γράψει στα 21 του, αν δεν κάνω λάθος.
-Γράφεις κάτι καινούργιο αυτό τον καιρό;
Ναι, αλλά βρίσκομαι ακόμη στις πρώτες σελίδες.
-Με ποιο θέμα θα ήθελες να ασχοληθείς σε κάποιο από τα επόμενα βιβλία που θα γράψεις;
Με ιντριγκάρει πολύ η παρατήρηση και η μελέτη της ανθρώπινης φύσης. Θεωρώ πως η κοινωνία μας αποτελεί αλλά και συντηρεί μια μεγάλη, συλλογική υποκρισία. Θέλω να την παρουσιάσω απογυμνωμένη, άρρωστη, εν αποσυνθέσει, όπως είναι στα αλήθεια. Θα είναι αρκετά ωμό το επόμενό μου βιβλίο νομίζω.
-Ποιο είναι το μεγαλύτερο προτέρημα σου και ποιο το μεγαλύτερο ελάττωμα σου.
Νομίζω πως θα φανώ αστείος αν μιλήσω ο ίδιος για τα προτερήματά μου... Από ελαττώματα πάντως, διαθέτω αρκετά, αλλά νομίζω πως η πηγή ολων των κακών της ανθρωπότητας ήταν ανέκαθεν ο εγωισμός. Προσπαθώ, όπως πρέπει να κάνουμε όλοι, να τον περιορίζω όσο μεγαλώνω και —θεωρητικά— ωριμάζω.
-Ποια είναι η δικιά σου αδιαπραγμάτευτη αξία; Αυτό που δεν θα το θυσίαζες για τίποτα στον κόσμο;
Η απάντηση είναι πάντα μία σε αυτή την ερώτηση· η ελευθερία, σωματική και πνευματική.
Επιμέλεια συνέντευξης Ρετετάκου Γεωργία
Η Κριτική μου για το υπέροχο αυτό βιβλίο που το συγκαταλέγω σε ένα απο τα καλύτερα Βιβλία που έχω διαβάσει από πρωτοεμφανιζόμενο και πολλά υποσχόμενο συγγραφέα θα την βρείτε ΕΔΩ.
Όποιος θέλει να πει την άποψη του για το Βιβλίο μπορεί να το κάνει στην ΑΝΑΡΤΗΣΗ της Ομάδας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου