Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Book Zoom στο βιβλίο "Μόνο καλοκαίρια" Νέλλη Σπαθάρη Εκδόσεις Ελκυστής

 


Με φόντο την Αθήνα του Μεσοπολέμου, παρακολουθούμε μέσα από την πρωταγωνίστρια του βιβλίου την θέση της γυναίκας στην κοινωνία εκείνης της εποχής. Ένα βιβλίο που μας ταξιδεύει σε δύσκολες εποχές, αλλά και σε νοσταλγικές στιγμές. Σε τόπους όμορφους και σε ανθρώπους που έχουν πολλά να μας πουν. Σήμερα στο Book Zoom συνομιλούμε με την συγγραφέα του βιβλίου “Μόνο Καλοκαίρια” Νέλλη Σπαθάρη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής.

Με έμαθες πώς να είμαι ζωντανή. Και άνοιξα την πόρτα και βγήκα στη ζωή.

Περιγράψτε το βιβλίο σας μέσα από μια φράση ή μια μικρή παράγραφο 


Από την κατάρρευση του χρηματιστήριου της Γουόλ Στριτ το 1929 στη χρεοκοπία της Ελλάδας το 1932. Με φόντο την Αθήνα του Μεσοπολέμου, η Σόνια αναζητεί να καταγράψει τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία με τον φωτογραφικό της φακό και τις συγγραφικές της δοκιμές. Έχοντας χάσει τον άνδρα της στην ισπανική γρίπη του 1918, απομονωμένη στο σπίτι της στη Δεξαμενή, αποφασίζει να βγει στην κοινωνία και να ταξιδέψει στον χώρο και στις εμπειρίες. Ο Φιλιππουπολίτης Αγησίλαος, μηχανικός ο οποίος δραστηριοποιείται επαγγελματικά στη Γαλλία μετά την δραματική διαφυγή του από την Ανατολική Ρωμυλία, θα είναι ο άνθρωπος που θα την ταξιδέψει στη ζωή. Από τη Ντοβίλ της Νορμανδίας, στην Ονφλέρ του Μποντλέρ και το Καμπούρ-το μυθικό Μπαλμπέκ-του Μαρσέλ Προυστ, στο Ζιβερνί του Μονέ, τη περιδιάβαση στο Παρίσι με την εναλλακτική ματιά του, την Αθήνα, το Ναύπλιο, την Ύδρα της εξόριστης φεμινίστριας Καλλιρρόης Παρρέν και τον Πόρο της δισέγγονης του γιατρού του Καποδίστρια που πάλεψε την πανώλη Κλοντίν Γκος, η ανήσυχη Σόνια θα προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στις σκέψεις που την κατατρύχουν με στήριγμα τη Λουίζα, το alter ego της. Μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή. Μια καταστροφή που ωστόσο, ανοίγει έναν νέο κύκλο ζωής.



Υπήρξε κάποιο πρόσωπο ή κάποιο γεγονός που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το συγκεκριμένο βιβλίο σας; 



Πηγή έμπνευσης αποτέλεσαν τόσο ένα γεγονός όσο και ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.

Το γεγονός ήταν η δεκαετής οικονομική κρίση που μας έπληξε από το 2010 και λειτούργησε μακρόσυρτα τραυματικά σε εμάς τόσο ως άτομα όσο και ως κοινωνία. Κι αναρωτήθηκα πως βίωσαν σε άλλες εποχές τις οικονομικές κρίσεις; Γιατί η ιστορία κύκλους κάνει, αν κι εμείς νομίζουμε πως βαδίζουμε σε νέα πρωτόγνωρα μονοπάτια που σηματοδοτούν τη μοναδικότητα της ζωής μας.

Αυτό ήταν το θέμα που ήθελα να διερευνήσω. Και τότε ανακάλεσα τις οικογενειακές αφηγήσεις για τον παππού μου που ποτέ δεν γνώρισα.

Το συγκεκριμένο, λοιπόν, πρόσωπο ήταν ο παππούς μου, καταγόμενος από μεγάλη Κωνσταντινουπολίτικη οικογένεια με μεγάλη ευρωπαϊκή ιστορία καταγεγραμμένη ήδη από τον 17ο αιώνα, ο οποίος μετά τον απαγχονισμό του πατέρα του από τους Βούλγαρους έξω από το ελληνικό τους τυπογραφείο στη Φιλιππούπολη στην οποία είχαν καταφύγει λόγω του διωγμού τους από την Κωνσταντινούπολη επειδή είχαν χρηματοδοτήσει την Ελληνική Επανάσταση, κατέληξε στη Γαλλία όπου και σπούδασε μηχανικός στην πόλη Νανσί.

Ο παππούς μου, λοιπόν, αυτός, όπως όλη η γενιά του τού Μεσοπολέμου στην Ευρώπη, βίωσε δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης. Οι κοινωνίες, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο ξέσπασαν σε ένα τρελό ξεφάντωμα και πίστευαν πως δεν θα ξαναγνώριζαν πόλεμο, πως δεν μπορούσε και δεν άντεχε να ζήσει η ανθρωπότητα άλλη τέτοια τραγική καταστροφή. Κι όμως, η Μεγάλη Ύφεση που ξεκίνησε με την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης του 1929, απλώθηκε ύπουλα σε όλη την Ευρώπη και κατέληξε σε έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο. 1929-1939 μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου: δέκα χρόνια καταβύθισης στην οικονομική κρίση.

Ωστόσο, το μυθιστόρημα αναφέρεται στα τέσσερα πρώτα καλοκαίρια της Μεγάλης Ύφεσης, η οποία, αν και υπέβοσκε, δεν ήταν ορατή.



Τι θα θέλατε να ανακαλύψει ο αναγνώστης μέσα από αυτό το βιβλίο σας; 



Ο κάθε άνθρωπος, σαν άτομο, σαν κοινωνικό περιβάλλον, σαν γενιά, σαν ιστορική συγκυρία έχει να αντιμετωπίσει τις δικές του προκλήσεις στη ζωή. Βγες στη ζωή με μια διερευνητική ματιά και ζήσε.



Όταν ολοκληρώσατε την συγγραφή του βιβλίου σας, εσείς τι ανακαλύψατε μέσα από αυτό για τον εαυτό σας; Τι αποκομίσατε από την συγγραφική διαδικασία και το τελικό αποτέλεσμα; 



Η συγγραφή, για μένα, δεν αποτελεί τη σύνθεση μιας πλοκής και μόνο. Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο της δημιουργίας, κι ενώ για άλλους συγγραφείς αποτελεί αυτοσκοπό, για μένα δεν είναι αρκετό. Η έρευνα και η γνώση από τη μια μεριά και η ενδοσκόπηση, η αναζήτηση των προσωπικών σκέψεων που με κατατρύχουν από την άλλη αποτελούν το δεύτερο επίπεδο-και το πιο σημαντικό- της συγγραφής. Έτσι, κάθε φορά που ολοκληρώνω μια συγγραφική απόπειρα αισθάνομαι πως βγαίνω από τη διαδικασία πιο πλούσια.

Θα ήθελα να αναφέρω δύο παραδείγματα.

α) Κάθε φορά που επισκέπτομαι το Α΄ Νεκροταφείο, κοντά στην είσοδο υπάρχει μια προτομή της Καλλιρρόης Παρρέν. Δεν γνώριζα τη γυναίκα. Ώσπου αποφάσισα να ψάξω ποια ήταν. Αυτή η γυναίκα, αυτή η φεμινίστρια των αρχών του ’20 αιώνα, αυτή που ίδρυσε το λύκειο των Ελληνίδων, το Σχολείο των απόρων γυναικών, που εξέδιδε την εφημερίδα «Η εφημερίς των κυριών» μου έδωσε έμπνευση. Και τι σύμπτωση. Η Καλλιρρόη Παρρέν είχε εξοριστεί για τις ιδέες της στην Ύδρα, τον τόπο καταγωγής του παππού μου από τη μεριά της μητέρας μου.

β) Έκανα έρευνα σχετική με τα Μέθανα του Μεσοπολέμου, το έτος που άρχισαν να χτίζονται τα λουτρά, για τις ανάγκες της πλοκής. Και έπρεπε να στεγάσω τους ήρωές μου σε ένα καλό ξενοδοχείο. Διάβασα για το ξενοδοχείο του Ζαχαράτου, το πιο φημισμένο κοσμοπολίτικο ξενοδοχείο της εποχής.

Μετά την ολοκλήρωση της συγγραφής, το επόμενο καλοκαίρι πήγα τυχαία στα Μέθανα προσκεκλημένη. Στάθηκα μπροστά σε ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο με τεράστιους φοίνικες. Κάτι μου τραβούσε τη ματιά. Ρώτησα μια ηλικιωμένη κυρία που καθόταν στο παραδιπλανό σπίτι στην αυλή της. «Μα ήταν το φημισμένο ξενοδοχείο του Ζαχαράτου!» αναφώνησε και άρχισε να μου διηγείται μνήμες από εκείνη την εποχή. Όμως, η γνωριμία μου με το ξενοδοχείο δεν έμεινε εκεί. Κάτι μου τραβούσε τη ματιά. Και θυμήθηκα μια φωτογραφία με τη γιαγιά μου και τα τρία της παιδιά που είχαμε στο σαλόνι του σπιτιού μας στην Ύδρα μπροστά σε αυτό το ξενοδοχείο. Έκαναν διακοπές τα καλοκαίρια στα Μέθανα λόγω των ιαματικών λουτρών και έμεναν στου Ζαχαράτου-γεγονός που δεν είχα ταυτίσει μέχρι τότε με το ξενοδοχείο που δεν γνώριζα. Και το πιο συγκινητικό ήταν ότι μετά το θάνατο της μητέρας μου είχα βρει γράμματα του παππού μου προς τη γιαγιά μου, από την Αθήνα όπου παρέμενε λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων προς τα Μέθανα με την προσφώνηση: «Λατρεμένη μου Λέλα, μην φεισθείς χρημάτων για την ευζωίαν τη δική σου και των τέκνων μας….». Γονάτισα και έκλαψα. Τα γράμματα πήραν εικόνα στο νου μου.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν θα μου είχε συμβεί εάν δεν είχα ασχοληθεί με τη συγγραφή και την έρευνα που αυτή απαιτεί. Είναι μια πρόκληση για μένα. Με κάνει πιο πλούσιο άνθρωπο.



Ποιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ηρώων σας; Υπήρξε κάποιος που είναι ο αγαπημένος σας; 



Αναφερόμενη στη γυναίκα ήρωα του βιβλίου μου, ουσιαστικά αναφέρομαι σε δύο γυναίκες: τη Σόνια και τη Λουίζα. Και τούτο διότι η Λουίζα είναι το alter ego της Σόνιας. Είναι η γυναικεία πλευρά που δεν έχει και που την συμπληρώνει.

Η Σόνια είναι μια γυναίκα της καλής κοινωνίας του Μεσοπολέμου, με μια θέση στα περίφημα λογοτεχνικά και κοινωνικά σαλόνια της εποχής. Έχει χάσει τον άνδρα της νέα, κατά την ισπανική γρίπη του ’18, και παραμένει ουσιαστικά απομονωμένη από τις μεγάλες εμπειρίες της ζωής. Κάποια στιγμή αποφασίζει πως  θέλει να βγει στον κόσμο, να ταξιδέψει, να τον ανακαλύψει. Και γνωρίζει πως για να συμβεί αυτό χρειάζεται έναν σύντροφο, έναν άνδρα πάνω στον οποίο θα ακουμπήσει. Γιατί μια γυναίκα της εποχής της δεν έχει το δικαίωμα να υπερβαίνει τα στερεότυπα και τους κοινωνικούς περιορισμούς. Δεν έχει την τόλμη της Λουίζας που κινείται στους κύκλων των ανδρών, των πολιτικών, ντύνεται ανδρόγυνα, καπνίζει, ταξιδεύει, διασκεδάζει, οδηγεί μόνη της το κάμπριο αυτοκίνητό της στη γαλλική εξοχή, από τη Μασσαλία όπου καταφτάνει ακτοπλοϊκώς από τον Πειραιά μέχρι τη Ντοβίλ της Νορμανδίας, όπου βρίσκεται η εξοχική έπαυλη του αδελφού της, χωρίς ανασφάλειες.

Δεν πρόκειται για ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Πρόκειται για ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, όπου η Σόνια δεν αναζητεί μόνο τη δική της θέση στη ζωή, αλλά και τη θέση των γυναικών στην ελληνική κοινωνία της εποχής μέσω της φωτογραφικής της μηχανής και των σύντομων κειμένων με τις σκέψεις που την προβληματίζουν, σκέψεις που πηγάζουν από τις φωτογραφικές απεικονίσεις. Δεν θα μπορούσε να μην συγκρίνει τη θέση της γυναίκας στη Γαλλία, στις γαλλικές παραλίες της Νορμανδίας όπου περνά φιλοξενούμενη τα καλοκαίρια που αντανακλούν την ελευθεριότητα και τη χαρά της ζωής με την θέση της γυναίκας στην Ελλάδα, σε μια κοινωνία που προσπαθεί να εκσυγχρονιστεί αλλά συγχρόνως την βαραίνει η πρόσφατη ιστορία της, η Μικρασιατική Καταστροφή.

Θα ήθελα να προσθέσω και μια ομάδα αγαπημένων προσώπων. Πρόκειται για τις ιερόδουλες που βρίσκονταν τα χρόνια εκείνα στη Μπούγια, δίπλα στο Λεμονοδάσος, στον Γαλατά, απέναντι από τον Πόρο. Φτωχές κι απελπισμένες γυναίκες στις ορέξεις των ανδρών του Ναύσταθμου που έδρευε στον Πόρο, να συμπαραστέκεται η μια στην άλλη στις αυτοσχέδιες καλύβες τους. Η Σόνια με τη Λουίζα είναι αυτές που θα κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους και θα τους διηγηθούν την πικρή ζωή τους.



Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντήσατε κατά την διάρκεια συγγραφής του βιβλίου σας; 



Όσον αφορά εμένα προσωπικά, δεν βιώνω ούτε δυσκολίες ούτε ευκολίες κατά τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, κατ’ επέκταση και του συγκεκριμένου μυθιστορήματός μου «Μόνο καλοκαίρια». Αυτό το οποίο με οδηγεί είναι οι συνεχείς προβληματισμοί, οι αναζητήσεις της σκέψης, αλλά και της πένας μέσω των συγγραφικών δοκιμών με διάφορες αφηγηματικές τεχνικές. Οι γόνιμες σκέψεις είναι και οι δημιουργικές σκέψεις που με καθοδηγούν. Και για να πάρουν οι σκέψεις τη μορφή της πλοκής, αυτή πρέπει να ενταχθεί στον χώρο και τον χρόνο. Αυτές οι δύο τελευταίες παράμετροι, ο χώρος και ο χρόνος, απαιτούν τόσο γνώσεις όσο και έρευνα. Και αυτό για μένα είναι δημιουργικότητα και όχι δυσκολία. Είναι αυτό που έκανα σε όλη μου τη ζωή με τις επιστημονικές μου έρευνες προτού αποφασίσω να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία.



Υπάρχει κάποιο αγαπημένο απόσπασμα από το βιβλίο να το μοιραστείτε μαζί μας; 



Υπάρχουν πολλά αποσπάσματα που αγαπώ. Επιλέγω ενδεικτικά ένα. Η Σόνια βρίσκεται στο τρένο, μόνη της, στο μακρύ ταξίδι προς το Παρίσι όπου την περιμένει ο Αγησίλαος. Καταγράφει σε μια κόλλα χαρτιού τις προσδοκίες της από αυτό το ταξίδι.

Όσα γεννά η προσδοκία…


Ένα όμορφο σαλόνι, ένα πιάνο, κλασική μουσική, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, ένας άνθρωπος που εκτιμάς απέναντί σου.

Ένα αυτοκίνητο στους δρόμους του Παρισιού να περνάει τις γέφυρες του Σηκουάνα την μια μετά την άλλη.

Ένα ανδρικό πρόσωπο να ακουμπάει το δικό σου αποκαλύπτοντάς σου τον κόσμο μέσα από τον φωτογραφικό φακό.

Ένα μπαλκόνι ανοικτό στον κόσμο με τη βροχή να ξεπλένει την ασχήμια και τη μιζέρια της ζωής.

Πέντε είναι οι αισθήσεις. Όλες ανθισμένες. Οι γεύσεις της μοιρασιάς ενός γεύματος, οι μυρωδιές των πάρκων, οι μουσικές στους δρόμους, η ματιά να αναζητάει να ερμηνεύσει τη ζωή μέσα από τα μαραμένα φύλλα σκορπισμένα στους φθινοπωρινούς δρόμους. Και το άγγιγμα της σάρκας…. Όλες τις άλλες αισθήσεις μπορείς να αντέχεις την απώλειά τους: την απώλεια της γεύσης, την απώλεια της μυρωδιάς, την απώλεια της ακοής, την απώλεια της όρασης. Αλλά την απώλεια του αγγίγματος της σάρκας, όχι. Αυτή την απώλεια δεν μπορείς να την αντέξεις. Όχι, δεν μπορείς…(σελ. 276)


Συνήθως σε κάθε βιβλίο συναντάμε βιώματα και μηνύματα του ίδιου του συγγραφέα. Υπάρχει κάποιο βιωματικό στοιχείο που διέπει το βιβλίο σας; Και ποιο ή ποια μηνύματα θέλετε να περάσετε μέσα από τις σελίδες του; 



Δεν νομίζω πως μπορεί να υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν εν κενώ, που δεν υπάρχει κάποιο στίγμα από τη δική τους προσωπική ζωή. Στη δεύτερη ερώτηση αναφέρθηκα σε οικογενειακές αφηγήσεις που πέρασαν, με όλη τη λογοτεχνική ελευθερία, στο μυθιστόρημα. Εδώ θα αναφερθώ σε προσωπικές μου στιγμές. Στιγμές με κοινό παρονομαστή την ανάμνηση της γεύσης.

Όταν ήμουν μικρή, για επαγγελματικούς λόγους του πατέρα μου, μεγάλωσα στο Παρίσι. Σε μια από τις εκδρομές που κάναμε στη γαλλική εξοχή στο Μον-Σαιν-Μισέλ της Νορμανδίας, επισκεφτήκαμε το μικρό νησί με το κάστρο και το αβαείο. Εκείνο, όμως, που μου έχει μείνει στη μνήμη μου γιατί με είχε εντυπωσιάσει ήταν η παλίρροια που μια αγκάλιαζε και μια απογύμνωνε το κάστρο από το θαλασσινό νερό. Παιδάκι, με τα πόδια γυμνά, ακολούθησα τη θάλασσα που αποσυρόταν κατά την άμπωτη και μάζεψα κοχύλια. Και μετά, πήγαμε σε ένα εστιατόριο και φάγαμε κοχύλια Σαιν-Ζακ, μια τοπική σπεσιαλιτέ. Η εικόνα αυτή περνάει και στη Σόνια.

Από τη μεριά της μητέρας μου κατάγομαι από την Ύδρα. Θυμάμαι, μικρή, πριν από την επέλαση του τουρισμού, μια Ύδρα φτωχική, με τα παιδιά να σπρώχνουν τα καρότσια για να κάνουν θελήματα, να σηκώνουν τις κολόνες πάγου για να τις παραδώσουν στα σπίτια για ένα μικρό χαρτζιλίκι. Θυμάμαι και τα φημισμένα αμυγδαλωτά του Τσαγκάρη που τρώγαμε, αλλά και τη αδημονία να κατέβη ο παγωτατζής με το καρότσι στο λιμάνι για να αγοράσουμε ένα χωνάκι με μια μπάλα παγωτό βανίλια. Κι αυτές οι εικόνες περνούν στο μυθιστόρημα κατά την επίσκεψη των πρωταγωνιστών στο νησί.



Με ποιο τραγούδι θα επενδύατε μουσικά αυτό το βιβλίο σας; 



Θα απαντήσω στην ερώτησή σας με ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Ο Αγησίλαος οδηγούσε ήρεμος. Άλλωστε δεν βιάζονταν να φτάσουν στην Ντοβίλ. Νύχτωνε αργά και είχαν όλο τον χρόνο μπροστά τους. Τα πρώτα συννεφάκια έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό και παιχνίδιζαν με τον ήλιο. Τα απογευματινά χρώματα ήταν υπέροχα. Όσο ο δρόμος ακολουθούσε τη θάλασσα, η Σόνια παρακολουθούσε τον ορίζοντα και η ματιά της έψαχνε τους γλάρους.

“Μην με απογοητεύσεις κι εσύ. Μην με ταπεινώσεις, όπως οι ναυτικοί τα άλμπατρος”, της είχε πει. Τα τελευταία λόγια τους πριν τις προετοιμασίες της επιστροφής. Η επισφράγιση της εκδρομής. Γιατί άραγε; Γιατί φοβόταν ότι θα τον απογοήτευε; Απευθυνόταν στην ίδια και στο πώς την είχε ψυχογραφήσει ή μιλούσαν προηγούμενες εμπειρίες του;

«Ξέρεις να πεις κάποιο τραγούδι;» τη ρώτησε.

«Ξέρω, αλλά δεν νομίζω ότι θα σου αρέσει η φωνή μου. Στο σχολείο μου, στις καλόγριες, η καθηγήτρια της μουσικής με είχε απομακρύνει από τη χορωδία. Και, πίστεψέ με, αυτό με είχε πληγώσει πολύ. Από τότε δεν ξανατραγούδησα. Τουλάχιστον όχι μπροστά σε άλλους».

Ο Αγησίλαος άρχισε να σφυρίζει ένα τραγούδι. Δεν το είχε ξανακούσει.

‘Έχω ένα γραμμόφωνο στο σπίτι μου στο Παρίσι. Μακάρι να βρισκόμασταν εκεί να το ακούσεις. Μόλις έχει κυκλοφορήσει ο δίσκος και έχει κάνει μεγάλη επιτυχία. Ο Φρεντ Γκουίν το τραγουδάει».

Δεν τον ήξερε ούτε αυτόν. Τίποτα τελικά δεν ήξερε η Σόνια. Τα όρια της ήταν τα όρια της βεράντας της στη Δεξαμενή. Όχι, δεν θα το επέτρεπε πια αυτό. Αυτή η κατάσταση είχε τελειώσει για πάντα.

Ο Αγησίλαος ξανάπιασε το τραγούδι από την αρχή, αυτή τη φορά τραγουδώντας τα λόγια του. Η Σόνια μισόκλεισε τα μάτια να το απολαύσει. Προσπαθούσε να καταλάβει τους στίχους. Μιλούσε για κεράσια. Για την εποχή των κερασιών. Για αηδόνια και κοτσύφια. Για κεράσια που κρεμάμε στα αυτιά μας. Για τις σταγόνες που στάζουν στα φύλλα σαν αίμα…

Όταν τελείωσε το τραγούδι, έμειναν για λίγο σιωπηλοί.

«Είναι η εποχή των κερασιών, λέει το τραγούδι. Και ποια είναι η συμβουλή; Την εποχή των κερασιών, άμα φοβάσαι μην σε πληγώσουν, μην ερωτευτείς. Μακριά από τις όμορφες. Γιατί την εποχή των κερασιών έχουμε λιακάδα στην καρδιά μας. Και … chagrins d’ amour».

«Και είναι τώρα η εποχή των κερασιών;»

«Ναι. Είναι».

Τι ήθελε πάλι να της πει;

Τελικά, πόσο έξω μπορεί να πέσει κανείς στις εκτιμήσεις του. Τον είχε ψυχογραφήσει ως έναν βράχο γαλήνιας σταθερότητας. Και τι εισέπραττε τώρα; Πώς ήταν ένας ανασφαλής, ευαίσθητος άνθρωπος, διψασμένος για έρωτα. Μα φοβισμένος.





Φτιάξτε μας ένα απόφθεγμα που προκύπτει από το σύνολο του βιβλίου σας. 


Με έμαθες πώς να είμαι ζωντανή. Και άνοιξα την πόρτα και βγήκα στη ζωή.


Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ελκυστής







 ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ  ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

Η Νέλλη Σπαθάρη (Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη) είναι πτυχιούχος της Γαλλικής Φιλολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Ελληνικής Φιλολογίας, τμήματος ΜΝΕΣ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στον τομέα Λαογραφίας του οποίου εκπόνησε και τη διδακτορική της διατριβή («Οι αγγειοπλάστες της Σίφνου. Κοινωνική συγκρότηση, παραγωγή, μετακινήσεις», εκδ. Αρσενίδη, 19 92). Συνέχισε μεταδιδακτορικές σπουδές στο Παρίσι, ως υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στους τομείς της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και της Κοινωνικής και Οικονομικής Ιστορίας. Η μελέτη της «Ιστορική και Κοινωνική Λαογραφία της Ανατολικής Θράκης» βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1994 (Α. Α. Λιβάνη, 1997). Διορίστηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, δίδαξε στο Πειραματικό Γυμνάσιο και Λύκειο Αναβρύτων και διετέλεσε Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων. Δίδαξε στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) και συμμετείχε στην επιστημονική ομάδα συγγραφής του τρίτομου διδακτικού εγχειριδίου της Θεματικής Ενότητας «Ο Δημόσιος και ο Ιδιωτικός Βίος των Ελλήνων. Οι νεότεροι χρόνοι ΙΙ» ΕΑΠ, 2002). Παράλληλα ανέλαβε να συντάξει για την ίδια Θεματική Ενότητα το «Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος-20ος αιώνας)» (ΕΑΠ, 2008). Συνέγραψε το εκπαιδευτικό εγχειρίδιο για τα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας με θέμα «Αισθητική Εκπαίδευση και Αγωγή» (Ινστιτούτο Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων, 2000). Έχει δημοσιεύσει εκπαιδευτικά εγχειρίδια για τους μαθητές και τις μαθήτριες της Γ΄ Λυκείου («Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας Γ΄ Λυκείου. Επιλογή και ανάλυση ιστορικών πηγών», εκδ. Πατάκη, 2011 και «Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας Γ΄ Λυκείου. Διαγωνίσματα προσομοίωσης», εκδ. Πατάκη, 2017). Η νουβέλα της «Στάκα καρδιά μου» (εκδόσεις Bookoo, 2020) και το νεανικό διήγημα «Μια καλοκαιρινή παρτίδα σκάκι κι άλλη μια» (εκδόσεις Bookoo, 2020) βραβεύτηκαν από τον Όμιλο για την UNESCO Τεχνών, Λόγου & Επιστημών (2018 και 2017 αντίστοιχα). Το μυθιστόρημά της «Amor fati» κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις Ελκυστής. Βραβεύτηκε το 2022 από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για το μυθιστόρημά της «Επέστρεφε – Στην Ύδρα αέναα θα επιστρέφεις». Έχει πλήθος δημοσιευμένων εισηγήσεων σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια, καθώς και άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά. Έχει συμμετάσχει σε εκπαιδευτικά προγράμματα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση από τη γαλλική γλώσσα κειμένων Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, καθώς και παιδικών βιβλίων.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Κριτική μου "Το κορίτσι με το σαλιγκάρι" Πηνελόπη Κουρτζή - Γράφει η Γεωργία Ρετετάκου

 Μια Μοναδική εποχή. Ένα Παγκόσμιο φαινόμενο που καθόρισε ζωές, αξίες, αντιλήψεις και δημιούργησε ένα πρωτότυπο άβατο στην Ελληνική κοινωνία στα τέλη της δεκαετίας του 60 και στην δεκαετία του 70, αποτελεί το κεντρικό θέμα του τελευταίου μυθιστορήματος της Πηνελόπης Κουρτζή "Το κορίτσι με το σαλιγκάρι." Με φόντο την παραλία των Ματάλων στην Κρήτη παρακολουθούμε μια ιστορία γεμάτη ένταση, ανατροπές και κυρίως μεταστροφές. Μέσα από την προσέγγιση μιας ζωής που μοιάζει ανοίκεια, αλλά μετατρέπεται σε έναν κόσμο που αλλάζει μέσα από την επαφή με την φύση, την θάλασσα, τον πρωτόγονο τρόπο ζωής και την πραγματική επαφή με τους ανθρώπους.  Η Υπατία είναι μια γυναίκα εύθραυστη, μεγαλωμένη μέσα σε μια υπερπροστευτική οικογένεια που την εγκλώβισε μέσα σε μια ζωή χωρίς πρωτοβουλίες και χωρίς ελευθερία. Επιστρέφει από το Λονδίνο τον Μάρτιο του 1969 έχοντας στις αποσκευές της ένα πληγωμένο σαλιγκάρι. Όπως και το σαλιγκάρι με το σκασμένο καβούκι έτσι και εκείνη με σπασμένο κέλυφος βγαίνει α

Η Κριτική μου για το " Όλο το Φως που δεν μπορούμε να δούμε " Άντονυ Ντορ

Γράφει η Γεωργία Ρετετάκου Με δυο παράλληλες ιστορίες αυτή της Μαρί Λορ Λεμπλάν, ενός τυφλού κοριτσιού από την Γαλλία. Και αυτή του Βέρνερ Πφέννιχ ενός ορφανού αγοριού από την Γερμανία μαθαίνουμε με έναν εξαιρετικά διαφορετικό τρόπο το φως και το σκοτάδι του πολέμου. Το φως και το σκοτάδι της Ψυχής των ανθρώπων. Η Μαρί Λορ έχει μάθει να ζεί στο σκοτάδι απο πολύ μικρή ηλικία, ζει με τον πατέρα της ο οποίος είναι κλειθροποιός στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας στο Παρίσι. Μαθαίνει να ζει και να κινείται μέσα στην γειτονία που κατοικεί απομνημονεύοντας την διαδρομή που βασίζεται σε μια μακέτα που έχει κατασκευάσει ο πατέρας της και αποτελεί πανομοιότυπη απομίμηση και της παραμικρής λεπτομέρειας της γειτονίας. Ψηλαφώντας και απομνημονεύοντας τις λεπτομέρειες μπορεί να βαδίζει μέσα στα στενά σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Να εξερευνά, να φαντάζεται και να ονειρεύεται.  Όταν όμως οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το Παρίσι πατέρας και κόρη αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να καταφ

Η Κριτική μου για το " Αμαλία " Σπύρος Πετρουλάκης

Γράφει η Γεωργία Ρετετάκου Η Αμαλία είναι το τέταρτο βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη που διαβάζω. Ένα Βιβλίο εντελώς διαφορετικό απο τα προηγούμενα του. Τόσο στον ρυθμό, όσο και στην εξέλιξη του. Ένα Βιβλίο με δυνατές εικόνες που κάνουν επίθεση στο μυαλό. Με σκηνές σαν μέταλλο σκληρές. Που γεμίζουν με ένταση την καρδιά του Αναγνώστη. Αλλά και εύπλαστες που χαλαρώνουν όταν το μυαλό και η ψυχή του δεν αντέχει άλλο. Η Ιστορία εναλλάσσετε ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Με σωστές και ισορροπημένες τοποθετήσεις που εντείνουν την αγωνία και ανεβάζουν κατακόρυφα το μυστήριο. 35 Χρόνια πριν σε ένα ορεινό χωριό της Κορινθίας σε μια κλειστή κοινωνία η εξαφάνιση της γιαγιάς Αμαλίας προβληματίζει αλλά και αρχίζει να βάζει σε ένα περίεργο ρυθμό εξελίξεις που κανείς δεν μπορεί να καθορίσει και να υπολογίσει την πορεία τους. Μια οικογένεια που ζει μέσα σε ένα κλίμα που το τρέφει η δειλία και η βία. Ένα χάρισμα δοσμένο σαν βαριά κληρονομία. Ένας φθόνος που πηγάζει από σκοτεινά και απροσδιόριστ